Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

 


Μέχρι ἐδῶ ἀκούγονται τὰ κλαρίνα!

Μιὰ φορά, ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος* εἶπε σὲ κάποιο πνευματικό του παιδί:

– Νὰ κάθεσαι στὸ δωμάτιό σου γονατιστός, νὰ σηκώνεις τὰ χέρια καὶ τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ παρακαλᾶς. Θὰ σὲ βοηθάει ὁ Χριστός. Καὶ νὰ λὲς καὶ κανένα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὸν δοῦλο σου Ἀμβρόσιο». Νὰ προσεύχεσαι δέκα καὶ μισή μὲ ἕντεκα τὸ βράδυ, γιατί αὐτήν τήν ὥρα θὰ προσεύχομαι κι ἐγώ γιὰ σένα, ἀλλά καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος.

Ὁ ἄνθρωπος χάρηκε, συμφώνησε καὶ ἔφυγε.

Ἄρχισε νὰ κάνει, ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας. Κάποιο βράδυ, ὅμως, ποὺ εἶχε κέφια, ἔβαλε καὶ ἄκουγε στὸ κασετόφωνο δημοτικά τραγούδια.

Εἶχε δυνατά τήν ἔνταση, τὸ εὐχαριστιόταν καὶ τραγουδοῦσε καὶ ὁ ἴδιος.

Στὶς δέκα καὶ μισή, ὅμως, ἄκουσε τὸ τηλέφωνο ποὺ χτυποῦσε. Σταμάτησε τὴ μουσικὴ καὶ σήκωσε τὸ ἀκουστικό.

– Εὐλογεῖτε! ἄκουσε τὸν Γέροντα νὰ τοῦ λέει.

– Γέροντα, ἐσεῖς; ρώτησε ὁ ἄνδρας ἔκπληκτος.

– Βρὲ εὐλογημένε, δὲν σοῦ εἶπα νὰ προσεύχεσαι τέτοια ὥρα; Τί κάνεις ἐσύ; Μὲ τρέλαναν τὰ τραγούδια σου. Μέχρι ἐδῶ ἀκούγονται τὰ κλαρίνα!

*Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης, ὁ πνευματικὸς τῆς Μονῆς Δαδίου

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

 


Καλλιέργεια χρειαζόμαστε

Ἀναμφισβήτητα ἔγινε μία παραποίηση στὸ πρόσωπό μας ὕστερα ἀπὸ τὸ 1821. Μπορεῖ ἀπαραίτητη, αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω. Τὸ ἑλληνικὸ ποτάμι βγῆκε ἀπὸ τὴν κοίτη του. Ποῦ πάει καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω.

Ὁ Τοῦρκος ἦταν πρωτόγονος, ἀλλὰ δὲν ἄγγιξε τὴν ψυχή μας. Τὴ μεγαλύτερη ζημιὰ τὴν ἔκανε ὁ φαναριώτης λακές του. Καὶ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες γραμματιζούμενοι μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Χάνομε τὸν ἀέρα ποὺ τὸν εἶχαν ἀπέναντι στοὺς ξένους ὁ Κολοκοτρώνης ἢ ὁ Μακρυγιάννης.

Τὸ ριζικό μας ἐμᾶς τῶν φτωχῶν ἢ μικρῶν λαῶν μετριέται διαφορετικά. Καὶ στὴ ζυγαριὰ βαραίνει γιὰ ἐμᾶς πολὺ ὁ Μακρυγιάννης ἢ ὁποιαδήποτε κυρὰ Γιάνναινα καθισμένη στὸ κεφαλόσκαλο μὲ τὴ ρόκα της.

Πνευματικότητα χρειαζόμαστε. Καλλιέργεια χρειαζόμαστε. Ὁ ψυχισμός μας ἢ τὸ πνεῦμα μετράει ἐμᾶς τῶν ἀδύναμων, ποὺ δὲν μετράει ἡ γροθιά μας.

Ζήσιμος Λορεντζᾶτος

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

 


Παπαδιαμάντης: Ἡ μεταφυσική τῆς πενίας (β)

Ἡ φτώχεια λοιπὸν τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν εἶναι κακοτυχία τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καρπὸς Χριστιανικῆς ὡριμότητας… Ἂν ἡ ἔγνοια εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὸ πρεπούμενο ροῦχο γιὰ τέτοιο χῶρο, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἔργων του. Χωρὶς περιστροφὲς τὸ ὑπογράμμισε ὁ Χριστὸς ὅταν λέει, πὼς εὐκολώτερα μπορεῖ νὰ περάσει γκαμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι ὁ πλοῦτος στὰ μάτια τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ θρεμμένου μὲ τὸ μάννα τῆς Γραφῆς, παίρνει ὁλότελα δαιμονιακὴ μορφή. Γίνεται τὸ κύριο ὄργανο τοῦ ἑωσφόρου κι ἡ πιὸ ξυπνὴ παγίδα, ποὺ παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ δώσει, μὲ τὸν πλοῦτο στὸ χέρι, τὴν ἄνεση τῆς ἁμαρτίας. Νὰ τὸν σπρώξει στὴν ἀλαζονεία, στὴ μοιχεία, στὴν πορνεία, στὸ ψέμμα, στὴν κλεψιά, στὴν ματαιοδοξία, στὸ ναρκισσισμό. Κι ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πέσει σ’ αὐτὴ τὴ φοβερὴ κι ἀδυσώπητη παγίδα. «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμῖν oἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε»!…

Ἔτσι ὁ Παπαδιαμάντης μπαίνει στὴν ἄσκηση τῆς πενίας κατὰ τὴν πιὸ ὀντολογικὴ σημασία τοῦ ὅρου… Γνωρίζοντας τὰ πιὸ πάνω, δὲ θέλησε, οὔτε μιὰ στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νὰ ’ναι «ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»…

Γράφοντας στὸν πατέρα του «ἂς μείνωμεν εἰς τὴν ἔντιμον πενίαν μας διὰ νὰ μᾶς βοηθῆ ὁ Θεὸς» ἐκφράζει ξεκάθαρα τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει ριζώσει μέσα του πὼς ἡ πενία εἶναι ἡ περιοχὴ ποὺ ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ ποὺ ὁ Θεὸς εὐλογᾶ καὶ βοηθάει. Τὸ ἰδανικὸ ὅμως τῆς πενίας, ποὺ στὸν Παπαδιαμάντη ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ μοναχικοῦ ὅρκου γι’ ἀχτημοσύνη, δὲν περιοριζότανε στὸν ὑλικὸ τομέα. Ὑπάρχουνε λογῆς λογῆς πλουτο-λατρεῖες. Ἄλλοι θησαυρίζουνε χρυσάφι, ἄλλοι σωρεύουνε ἄκαρπη μάθηση καὶ παρασταίνουνε τοὺς σοφούς, ἄλλοι εἰσπράττουνε τιμὲς καὶ δόξα καὶ διάκρισες, ἄλλοι ἔχουνε τὴν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. Πρὸς ὅλα τοῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀντιδικοῦσε ἐπίμονα καὶ σταθερά.

Ἀπόδειξη, ἀπὸ τὶς ἀσυνήθιστες, εἶναι ἡ ὀργάνωση γιορτῆς πρὸς τιμὴ τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὴν ὀργανώσανε θαυμαστὲς καὶ φίλοι, λογοτέχνες καὶ ἄνθρωποι κοσμικοί. Κι ὁρίσανε μάλιστα τὴν πριγκήπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγο τοῦ πρίγκηπα Γεωργίου, νὰ εἶναι ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ γιορτασμοῦ, ποὺ θὰ γινότανε στὴν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ. Ποιὸς λογοτέχνης, ἤ ποιὸς ἄνθρωπος ποὺ θὰ βρισκότανε στὴν ἀπαθλιωμένη κατάσταση τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν θ’ ἀντίκρυζε τούτη τὴν πρωτοβουλία σὰ δῶρο καὶ χαμόγελο τ’ οὐρανοῦ, προορισμένο ν’ ἀλλάξει τὴν ὄψη τῆς ζωῆς του; Ποιὸς δὲν θὰ ἐκμεταλλευότανε τούτη τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία;… Κι ὅμως! Ὅλοι οἱ σημαντικοὶ ἄνθρωποι στὴν αἴθουσα, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα: τὸν ἴδιο τὸν τιμούμενο, τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τὸν ἀναζητήσανε παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸν βρήκανε πουθενά. Ἔτσι ἡ γιορτὴ ἔγινε δίχως τὸν Παπαδιαμάντη, γιατί κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ὑποψιαστεῖ πὼς ὁ Παπαδιαμάντης ἀρνήθηκε τὸ χειροκρότημα καὶ τὸ λιβανωτὸ τῶν τρανῶν καὶ τῶν σπουδαίων, γιὰ νὰ περάσει τὴν ἴδια ὥρα στὸ σπίτι ἑνὸς φτωχοῦ μανάβη, τοῦ Νικόλα τοῦ Μπούκη, ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε συχνὰ στὸ σπίτι του κι ἡ μικρούλα ἡ κόρη τοῦ Μπούκη, ἡ Ἀγγελικούλα, τὸν ἄκουγε μὲ κατάνυξη, ὀνομάζοντας τὶς ψαλμωδίες τοῦ Παπαδιαμάντη «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» !….

Κωστὴς Μπαστιᾶς

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

 


Παντρεύεσαι; Σκότωσε τὸν ἐγωισμό σου! Ἀγαπᾶς; Διορθώσου!

Τί σημαίνει ἕνα διαζύγιο; Τὴν ἀνικανότητά μας νὰ ἀγαπήσουμε. Αὐτὸ βασικὰ σημαίνει. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι οἱ δικαιολογίες μας. Τὴν ἀποτυχία νὰ ἀγαπηθοῦμε. Τὴ λαθεμένη ἀντίληψη ποὺ εἴχαμε γιὰ τὸν γάμο.

Ὁ γάμος δὲν εἶναι βίος ἀνθόσπαρτος. Μελετῆστε μὲ προσοχὴ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου - ὑπάρχει καὶ μεταφρασμένη. Ἐκεῖ μέσα λοιπὸν ὑπάρχουν ὅλα τὰ στοιχεῖα καὶ ὅλες οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἂν τὶς ζήσεις φθάνεις στὴν πληρότητα τῆς σχέσης σου.

Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός…». Κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο κάνει ὁ ἱερέας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Τρία πράγματα βασικά.

Ξέρετε, παιδιά μου, γιὰ ποῦ ξεκινᾶτε; Δὲν ξεκινᾶτε γιὰ τὸ ἄγνωστο μὲ βάρκα τὴν ἐλπίδα. Ξεκινᾶτε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τοῦ γάμου.

Ποιός θὰ εἶναι ὁ ὁδηγός σας σ’ αὐτὴν τὴν πορεία; Τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο.

Ποιά εἶναι ἡ πορεία σας; Ἡ Σταυρική!

Λέω στὰ ζευγάρια ποὺ παντρεύω: «Ἂν τὸ καταλάβατε, παιδιά μου, σήμερα πρέπει νὰ πεθάνετε, πρέπει νὰ πεθάνει ὁ ἐγωισμός σας.

Ξεκινήσατε καθένας ἀπὸ τὸ σπίτι του καὶ ἤρθατε ἐδῶ καὶ τώρα φεύγετε ἀπὸ ἐδῶ μαζὶ σὲ ἕνα καινούργιο σπίτι. Πολὺ ὡραῖα. Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Ὁ καθένας πρέπει νὰ φύγει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πιά. Ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἦταν μέχρι τώρα.

Κι ἐδῶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σᾶς ἕνωσε. Βλέπετε κάποια στιγμὴ ἑνώνουμε τὰ χέρια καὶ τοὺς λέω: «Ἔχετε δεῖ δύο κλειδιὰ περασμένα σὲ κρίκο; Ὅπου καὶ νὰ ‘ναι, θὰ εἶναι μαζί. Στὴν τσέπη μας βρίσκονται ἢ μᾶς πέσαν στὸν δρόμο ἢ τὰ πετάξαμε στὴ θάλασσα, θὰ εἶναι πάντα μαζὶ γιατὶ τὰ ἐνώνει ἕνας κρίκος. Ἂν ὅμως βγοῦν ἀπὸ τὸν κρίκο, εἶναι ζήτημα τύχης ἂν θὰ μείνουν καὶ τὰ δύο κοντὰ καὶ μαζί. Ποιός εἶναι ὁ κρίκος; Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Βάλτε τὰ χέρια σας, βάλτε τὶς καρδιές σας καὶ οἱ δυό σας στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς παίρνει μὲ τὸ ζόρι, ἁπλώνει τὸ δικό Του χέρι καὶ ἐὰν ἐσεῖς, μὲ τὴ θέλησή σας, βάλετε τὰ δικά σας χέρια, ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἑνώσει σὲ μία ἑνότητα τέλεια καὶ ἁγία καὶ ἔτσι νὰ πορευτεῖτε.»

Ὅταν στὴν Ἑλλάδα καθιερώθηκε ὁ πολιτικὸς γάμος, ἐγὼ πανηγύριζα. Εἶπα, «ἐπιτέλους, θὰ ἀποφύγω τὴν ταλαιπωρία νὰ παντρεύω ἀνθρώπους ποὺ δὲν ξέρουν τί κάνουν». Νὰ πᾶς στὸν Δήμαρχο κι ὅπου θέλεις. Ὄχι ὅμως ἐδῶ! Γιατὶ ὁ χῶρος αὐτὸς ἐδῶ εἶναι γιὰ αὐτοὺς ποὺ ξέρουν τί θέλουν καὶ πιστεύουν τί κάνουν.

Ἕνα διαζύγιο μπορεῖ νὰ ἔχει πολλὲς ἀφορμές, ἀλλὰ οἱ αἰτίες του εἶναι λίγες. Πῶς προετοιμάζονται δύο νέοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ παντρευτοῦν; Ἀπὸ ‘κεῖ θὰ καταλάβεις ποιά θὰ εἶναι ἡ συνέχεια. Πόσο καλὰ γνωρίζονται; Ἢ πόσο βαθιὰ ἀγνοοῦνται;

Ἔχω ἀκούσει πολλὲς φορὲς τὴν παρατήρηση «δὲν ἤτανε ἔτσι στὴν ἀρχή». Ἔτσι ἤτανε, παιδί μου, ἀλλὰ ἐσὺ δὲν τὸν εἶδες. Ὁ ἀρραβώνας δὲν εἶναι μία χαζοχαρούμενη περίοδος ποὺ θὰ κοιτάξουμε πῶς θὰ περάσουμε καλά. Εἶναι ἀκριβῶς μία περίοδος ποὺ οἱ ἄνθρωποι μιλᾶνε σοβαρὰ γιὰ τὸ μέλλον τους, βλέπουν ἂν συμφωνοῦν, ἂν ταιριάζουν, ἂν ἔχουν τὴν ἴδια πλεύση μέσα στὴ ζωή τους, ἀκόμα μερικὲς φορὲς σὲ μερικὰ πράγματα, ποὺ φαίνονται πιὸ ρηχά, πιὸ εὔκολα.

Κάποτε ἔλεγα σὲ δύο παιδιὰ ποὺ συνδεόντουσαν:

– Παιδιὰ χωρίστε τώρα, γιατὶ θὰ χωρίσετε αὔριο.

– Μὰ γιατί;

– Γιατὶ δὲν ἔχετε καμία σχέση μεταξύ σας.

Τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἑνὸς εἶναι τελείως διαφορετικὰ κι ἐξειδικευμένα, τοῦ ἄλλου εἶναι -τὰ παιδιὰ χρησιμοποιοῦν σήμερα αὐτὴ τὴ λέξη- «γιὰ τὰ μπάζα».

Σὲ λίγο ἐσὺ θὰ ἀρχίσεις νὰ τὴ ζηλεύεις καὶ ἐσὺ σὲ λίγο θὰ ἀρχίσεις νὰ κουράζεσαι. Λοιπόν, μὴν κάνετε λάθη! Εὐτυχῶς κατάλαβαν ἔγκαιρα. Γιατὶ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ νὰ βλέπεις τὴν ἀλήθεια.

Τὸ σ’ ἀγαπῶ καὶ μ’ ἀγαπᾶς εἶναι εὔκολο νὰ τὸ λές, δύσκολο ὅμως νὰ τὸ ζεῖς. Ἐμεῖς μάθαμε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι σαρκωμένη. Κι ἂν δὲν σαρκώνεται, δὲν σταυρώνεται, τότε ἀκριβῶς δὲν προχωράει.

Τὸ διαζύγιο τελικὰ εἶναι μία ἀποτυχία. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι τὸ ἑξῆς:

Πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕνα διαζύγιο; Διδασκόμεθα ἀπὸ τὰ λάθη μας; Καταλάβαμε γιατί φτάσαμε ἐδῶ; Πρῶτα-πρῶτα ἔχουμε τὴ συνείδηση ὅτι ἀποτύχαμε; Καὶ δὲν ἀποτύχαμε τυχαῖα, ἀποτύχαμε γιὰ συγκεκριμένους λόγους, καθαροὺς καὶ ὁρατοὺς ἢ πιστεύουμε ὅτι φταίει μόνο ὁ ἄλλος;

Στὰ ζευγάρια ποὺ παντρεύω τοὺς εὔχομαι: «Παιδιά μου, σᾶς εὔχομαι νὰ μάθετε στὴ ζωή σας νὰ φταῖτε πάντα καὶ οἱ δύο μαζί. Γιατί ἂν πιστέψετε ὅτι φταίει μόνο ὁ ἄλλος, κάτι δὲν πάει καλὰ μεταξύ σας.»

Παντρεύομαι σημαίνει δέχομαι τὸν ἄλλο ὅπως εἶναι, γιατὶ τὸν ἀγαπάω.

Παντρεύομαι σημαίνει ὅτι ἀγωνίζομαι, κάνω τὰ πάντα, γιὰ νὰ δίνω χαρὰ σ’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάω.

Ἄρα λοιπὸν ὑπάρχει μία κοινὴ πορεία καὶ τῶν δύο, δηλαδὴ τὸ ὅτι ὁ ἄλλος μὲ δέχεται, δὲν γεννάει ἀσυλία τοῦ ἐγωισμοῦ μου, ἀφοῦ μὲ δέχεται ὅπως εἶμαι. Σὲ δέχεται γιατὶ σὲ ἀγαπάει, ἐσὺ ἀγαπᾶς; Τότε διορθώσου. Τότε ἀφοῦ βλέπεις ὅτι κάτι ἐνοχλεῖ τὸν ἄλλο, διόρθωσέ το.

Ὅταν ἀκούω ἀνθρώπους νὰ λένε: «ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἢ ἐγὼ αὐτὴ εἶμαι, δὲν ἀλλάζω», τοὺς λέω: «Κακῶς παντρευτήκατε, γιατὶ ὅταν κάποιος ἀγαπάει, ἀλλάζει.»

Δὲν ἀλλάζω σημαίνει δὲν ἀγαπάω. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι περιττά.

† Μητροπολίτης, Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024


Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής
«Ἀποφάσισε λοιπὸν ἀπὸ μόνος σου, ποιὸς εἶχε δίκιο: ἐσύ, ἢ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ρώτησε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα, τὴν ἔννοια ἔστω κι ὄχι τὴν ἐπιφάνεια: Θὲς νὰ πᾶς στὸν κόσμο μ᾿ ἄδεια χέρια καὶ νὰ κηρύξεις μίαν ἐλευθερία ποὺ τοὺς κάνει ἀνόητους καὶ ποὺ ἡ φυσική τους ἀχαριστία τοὺς ἐμποδίζει νὰ καταλάβουν, μιὰ ἐλευθερία ποὺ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲ θὰ ὑπάρξει ποτὲ τίποτα πιὸ ἀνυπόφορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τούτη τὴν ἐλευθερία! Βλέπεις αὐτὲς τὶς πέτρες στὴν ἄνυδρη ἔρημο; Μετάλλαξέ τις σὲ ψωμιὰ κι ὁ κόσμος θὰ τρέξει νὰ πέσει στὰ πόδια σου, ὅμοια σὰν ἕνα κοπάδι πειθαρχημένο κι ὅλο εὐγνωμοσύνη, τρέμοντας ὡστόσο μὴ τυχὸν χάσουν τὴν προστασία σου καὶ πάψουν νἄχουν ψωμί.
«Μὰ δὲ θέλησες νὰ στερήσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία του, κι ἀρνήθηκες, κρίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ὑποταγὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά. Ἀποφάνθηκες πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ «μόνο μὲ ἄρτον», μὰ ξέρεις ὅτι στ᾿ ὄνομα τοῦ γήινου αὐτοῦ ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς θὰ ἐξεγερθεῖ ἐναντίον σου, θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ νικήσει, ὅτι ὅλοι τὸ ἀκολουθοῦν φωνάζοντας: «Ποιὸς μοιάζει μ᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ;»
Αἰῶνες θὰ περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν της ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐγκλήματα καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχουν κι ἁμαρτήματα· ὅτι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο πεινασμένοι. «Θρέψε τους πρῶτα κι ὕστερα ν᾿ ἀπαιτεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς νἆναι «ἐνάρετοι». Νὰ τὶ θὰ γράψουν στὸ λάβαρο τῆς ἐπανάστασής τους, ποὺ θὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ναό σου.
Στὴ θέση του ἕνα καινούργιο οἰκοδόμημα θὰ ὑψωθεῖ, ἕνας νέος πύργος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν πάλι) καὶ θὰ κραυγάσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε γιατί αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ δὲ μᾶς τὴν ἔδωσαν». Τότε θ᾿ ἀποτελειώσουμε ἐμεῖς τὸν πύργο τους, γιατί δὲ χρειάζεται γιὰ κάτι τέτοιο παρὰ μόνο ἡ τροφή, καὶ θὰ τοὺς θρέψουμε, ὑποτίθεται στ᾿ ὄνομά σου, θὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὸ πιστέψουν τουλάχιστο.
Χωρὶς ἐμᾶς θἆναι γιὰ πάντα τοὺς πεινασμένοι. Καμιὰ γνώση δὲ θὰ τοὺς δώσει ψωμί, ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας τούτη τὴν ἐλευθερία τους, λέγοντας: «Ὑποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μὰ δῶστε μας νὰ φᾶμε». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους πὼς ἡ ἐλευθερία δὲ μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ψωμὶ τῆς γῆς ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή τους, γιατὶ ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι, ὄντας ἀδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστατημένοι.
Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἀλλὰ μπορεῖ κάτι τέτοιο, ὅσο δυνατὸ κ ἂν εἶναι σὰν χτύπημα, νὰ συγκριθεῖ μ᾿ αὐτὸ τῆς γῆς, στὰ μάτια τῆς ἀδύναμης καὶ ξεστρατισμένης τῆς αἰώνια ἀχάριστης ἀνθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες καὶ δεκάδες χιλιάδων ψυχὲς θὰ σὲ ἀκολουθήσουν ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ, μὰ τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια κι οἱ χιλιάδες ποὺ δὲν ἔχουνε τὸ θάρρος νὰ προτιμήσουν τὸν ἄρτο τ᾿ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τὸν ἄρτον τῆς γῆς; Δὲν θἄφτανες στὸ σημεῖο νὰ διαλέξεις τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς δυνατούς, ποὺ σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι, τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος, ποὺ εἶναι ἀδύναμο μὰ ποὺ σ᾿ ἀγαπᾷ, θὰ χρησίμευε σὰν ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό;
Μᾶς εἶναι τὸ ἴδιο ἀγαπητὰ καὶ τ᾿ ἀδύναμα πλάσματα. Παρόλο ποὺ εἶναι ξεστρατισμένοι κι ἐπαναστατημένοι θὰ γίνουν πειθαρχικοὶ τελικά. Θὰ ξαφνιαστοῦν καὶ θὰ μᾶς πιστέψουν γιὰ θεοὺς μιὰ ποὺ καταδεχτήκαμε νὰ μποῦμε ἐπικεφαλῆς τους, γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε ἔτσι ποὺ ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς τρόμαζε νὰ ξαναγυρίσει ἀπ᾿ ἄλλο δρόμο, κι ἀκόμη γιατί καταδεχτήκαμε νὰ βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο ποὺ στὸ τέλος θ᾿ ἀρχίσουν πραγματικὰ νὰ φοβοῦνται νἆναι ἐλεύθεροι. Ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ τοὺς λέμε πὼς εἴμαστε ὑποτακτικοί σου, ὅτι βασιλεύουμε μόνο στ᾿ ὄνομά σου. Θὰ τοὺς ξεγελάσουμε πάλι, μιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις. Κι εἶναι τούτη ἡ ἀγυρτεία ποὺ θὰ γίνει τὸ βασανιστήριό μας, γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ψέματα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο νόημα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ σοὔκαναν στὴν ἔρημο, καὶ νά, ποὺ ἀποδιώχτηκες στ᾿ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν τοποθετοῦσες πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Ὡστόσο αὐτὴ εἶναι ποὺ κρύβει ὅλο τὸ μυστικό του κόσμου. Γιατί ἂν δεχόσουν νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν ψωμιῶν θἆχες κατασιγάσει τὴν πανανθρώπινη ἀγωνία -ἀτόμων καὶ ὁμάδων- δηλαδὴ θἄδινες ἀπάντηση στὸ ἀγωνιακὸ ἐρώτημα: «μπροστὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ ὑποκλιθοῦμε;»
Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκυ

Κυριακή 21 Απριλίου 2024


Ὁ ζωγράφος Θεόφιλος
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄ ῾βαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».
Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνίτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χρωστᾶμε χάρη μεγάλη στοὺς λίγους ἐκείνους, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, εἶχαν τὴν ἀρετὴ νὰ διακρίνουν καὶ ν᾿ ἀφοσιωθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ καταφρονεμένο ἔργο καὶ νὰ τὸ προστατέψουν ὅσο μποροῦσαν καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ συγκεντρώσουν σ᾿ αὐτὲς τὶς αἴθουσες, γιὰ τὴν πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τὶς καλύτερες ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Ἀθήνα· γιατί μιὰ μεγάλη συλλογή, εἶναι, χρόνια τώρα, στὸ Παρίσι. Ἂν οἱ περιστάσεις ἦταν καλύτερες, θὰ εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ καιρὸ μιὰ προστατευτικὴ στέγη γιὰ τὴν κληρονομιὰ ποὺ σὲ ὅλους μας ἄφησε ὁ Θεόφιλος. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ἐλπίζει κανεὶς πὼς ἡ ἔκθεση ποὺ ἐγκαινιάζουμε σήμερα θὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ κάποια συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸ μόνιμο κίνδυνο τῆς καταστροφῆς.
Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν γίνει, ἡ σημερινὴ ἔκθεση εἶναι μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ στὰ χρόνια της ζωγραφικῆς μας. Ἐννοῶ τῆς ζωγραφικῆς χωρὶς ἐπίθετο· ὄχι τῆς λαϊκῆς ζωγραφικῆς.
Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν. Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Γιῶργος Σεφέρης

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

 


Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας

Εἴχαμε πανηγύρι στὸ Κελλί, ἦταν ἡ πανήγυρη τῶν Ἁγίων Διονυσίου καὶ Μητροφάνους, καὶ εἶχα τὸ διακόνημα τοῦ τραπεζάρη καὶ ἑτοίμασα τὴν τράπεζα.

Κάποια στιγμὴ βλέπω ὅτι ὅλα τὰ ψωμιὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆρχαν ἦταν μόνο τρία. Τότε δὲν εἶχα προβλέψει ὅτι ἔπρεπε νὰ ’χουμε περισσότερα ψωμιά. Ἦταν δικό μου φταίξιμο, δὲν εἶχα ἐνημερώσει τὸν Γέροντα ὅτι εἶναι λίγα τὰ ψωμιὰ καὶ πῶς θὰ βγάλουμε τὴν πανήγυρη; Τότε μ’ ἔπιασε κρύος ἱδρώτας. Τώρα τί θὰ κάνουμε;

Ὁ κόσμος μαζευόταν, τὰ ψωμιὰ σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ἔφταναν. Πῆγα ἀρκετὰ τρομαγμένος στὸν Γέροντα (τὸν γνωστὸ Ὑμνογράφο, π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη) καὶ τοῦ λέω:

-Εὐλόγησον, Γέροντα, δὲν προέβλεψα, μόνο τρία ψωμιὰ ἔχουν μείνει, τί θὰ κάνουμε;

Νὰ ζυμώσουμε δὲν γινόταν, ἀπὸ τὴ Δάφνη δὲν ἐρχόταν κανένας ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ μᾶς φέρει ψωμιά. Ἔτσι θὰ μέναμε χωρὶς ψωμιὰ καὶ ὁ κόσμος μαζευότανε.

Ἐκεῖνος ὅμως μὲ χτύπησε στὴν πλάτη καὶ μὲ ἤρεμο ὕφος μοῦ εἶπε:

– Πήγαινε παιδί μου καὶ συνέχισε τὸ διακόνημά σου. Θὰ φροντίσει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί μας.

Ἔφυγα, συνέχισα τὸ διακόνημα, ξεχάστηκα ἐκεῖ κόβοντας ψωμί, χωρὶς πλέον νὰ ὑπολογίζω.

Ἀφοῦ τελείωσε ἡ πανήγυρη, βλέπω ἐκεῖ ποὺ εἶχα τὰ ψωμιά, ὅτι εἶχαν περισσέψει τρία ψωμιὰ καὶ εἶχαν φάει πολύ, γιατὶ ἦταν ἀρκετὸς ὁ κόσμος σὲ ’κείνη τὴν πανήγυρη.

Μητροπολίτης Κινσάσας Νικηφόρος

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024


Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται
Νὰ κάμης μίαν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, νὰ ἔχης καὶ τὸν ἅγιον τοῦ παιδιοῦ σου. Καὶ ὅταν τὸ παιδίον σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνον καὶ σοῦ γυρεύη ψωμί, νὰ τὸ βάλης ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τοῦ εἰπῆς: Ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔχω ψωμί· ὁ Χριστὸς ἔχει. Σήκω νὰ κάμης τὸν σταυρόν σου, νὰ παρακαλέσωμεν τὸν ἅγιόν σου νὰ παρακαλέση τὸν Χριστὸν νὰ σοῦ τὸ δώσῃ. Καὶ ἔτσι τὸ παιδίον παρακινεῖται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ψωμιοῦ καί, εὐθὺς ὁποὺ ξυπνᾶ, τὸν ἅγιόν του βλέπει. Βλέποντας τότε ὁ διάβολος τὸ παιδίον πὼς ἔχει τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὸν ἅγιόν του κατακαίεται καὶ φεύγει. Καὶ ἔτσι νὰ συνηθίζετε τὰ παιδιά σας, νὰ τὰ παιδεύετε ἀπὸ μικρά, διὰ νὰ συνηθίζουν εἰς τὸν καλὸν δρόμον.
Ἅγιος Κοσμὰς ὁ Αἰτωλὸς

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024



Αὐτὴ εἶχε 6 ἄνδρες!
Στήν Μονή Ἰβήρων στό Ἅγιο Ὄρος, ἀνάμεσα στά 320 ἱερά λείψανα πού ὑπάρχουν, ὑπάρχει ἄφθαρτο τό ἀριστερό πόδι τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδας.
Τῆς Ἁγίας πού πρίν τήν μετάνοιά της εἶχε 6 ἄνδρες. Αὐτό τό «ἁμαρτωλό» πόδι εἶναι ὁλοζώντανο, μέ τό δέρμα, μέ τά νύχια μέ τά πάντα, ὡς ἔνδειξη τῆς δυνάμεως πού ἔχει ἡ μετάνοια στόν ἄνθρωπο.
Πού ἐμεῖς, ἄν τήν βλέπαμε, θά λέγαμε: Ἄντε ἀπό ἐδῶ... Ποιά Ἁγία, αὐτή εἶχε 6 ἄνδρες! Θά μοῦ πεῖς ἐμένα!
Καταλάβατε; Σᾶς τά λέω αὐτά νά σᾶς βοηθήσω καί νά σᾶς παρηγορήσω, ὅτι ἐάν ὁ σατανᾶς σᾶς ἔβαλε στό χέρι, ὅσο ἁμαρτωλοί καί νά εἶστε, νά μήν ἀπογοητευτεῖτε. Ἡ μετάνοια τακτοποιεῖ τά πάντα, ἀρκεῖ νά συνοδεύεται μέ τήν ἐξομολόγηση.
Δημήτριος Παναγόπουλος

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024


Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα!
Ἐπισκέφθηκα πρό ἐτῶν μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ τῶν μοναζουσῶν, τίς ὁποῖες γνώριζα, ἦταν καί μία σχεδόν αἰωνόβια. Ὕπαρξη ὀλιγογράμματη, ἀλλά ἁγιασμένη. Λόγῳ τοῦ γήρατος δέν σηκωνόταν πλέον ἀπ’ τό κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ’ αὐτό. Πῆγα στό κελλί της.
Κλαίγοντας μοῦ εἶπε τό… παράπονό της:
«Ἄχ, αὐτή ἡ Γερόντισσα! Τήν παρακαλῶ νά μοῦ δίνη δουλειά νά κάνω ἐδῶ πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά σηκωθῶ ἄν δέν μέ κρατοῦν, καί αὐτή δέν μοῦ δίνει. Μπορῶ νά τυλίγω κουβάρια. Δέν μέ ἀφήνει, ὅμως. Μοῦ λέει ὅτι δούλεψα ὀγδόντα χρόνια στό Μοναστήρι. (Εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ σέ ἡλικία 16 ἐτῶν.) Ἀλλά ἔτσι ἐγώ τρώω δωρεάν τό ψωμί μου. Δουλεύουν ἄλλες καί ταΐζουν ἐμένα. Τί νά κάνω, ὅμως; Ἡ Γερόντισσα δέν ὑποχωρεῖ. Στενοχωρήθηκα τόσο πού δέν ἤθελα νά τρώω.
Ἀλλά μετά σκέφθηκα κάτι καί ἀναπαύθηκα. Σκέφθηκα νά κάνω συνέχεια προσευχή γιά ὅλους. Ἔτσι μοῦ φαίνεται σάν νά δουλεύω κι ἐγώ. Βλέπεις αὐτό τό κομποσχοίνι; (Μοῦ ἔδειξε ἕνα κομποσχοίνι πού εἶχε πολύ μεγάλους κόμπους.) Δέν τό ἀφήνω καθόλου ἀπ’ τά χέρια μου μέρα-νύκτα, ἐκτός ἀπό δύο-τρεῖς ὧρες κατά τίς ὁποῖες κοιμᾶμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή γιά τή Γερόντισσα καί γιά τίς καλόγριες πού δουλεύουν γιά νά τρώω ἐγώ. 
Ἀλλά κάνω καί γιά ἄλλους. Γιά τόν Δεσπότη μας καί γιά τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς, γιά τούς Ἱερεῖς, γιά τούς Κήρυκες, γιά τούς Ἄρχοντες, γιά τούς Δικαστές, γιά τόν Στρατό, γιά τούς Χωροφύλακες, γιά τούς Δασκάλους, γιά τούς Μαθητές, γιά τίς χῆρες, γιά τά ὀρφανά, γιά ὅλους ὅσους θυμηθῶ. Ἔτσι αἰσθάνομαι λιγότερο βάρος στή ψυχή μου πού τρώω δίχως νά δουλεύω…».
Δακρύζω ὅσες φορές φέρνω στή μνήμη μου τήν σκηνή αὐτή. Ἔκτοτε δέν ξαναεῖδα τήν ὁσία ἐκείνη Μοναχή.
Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀπῆλθε σέ ἄλλους κόσμους, γιά νά συνεχίζη ἐκεῖ τίς «ἐκ βαθέων» προσευχές της «γιά ὅλους ὅσους θυμηθῆ» (ἐλπίζω καί γιά μένα…), ἄν καί χωρίς πλέον τό χονδρό κομποσχοίνι της, τό ὁποῖο τάφηκε μαζί μέ τό ἱερό σκῆνος της…

Ἀρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

 


Νὰ μὴ σὲ καταφρονέσουν

Κατὰ τὴ διαμονή μου σ’ ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἄθωνα συνήθιζα νὰ πηγαίνω καὶ νὰ κάθομαι στὸν μικρὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου, μέσα στοὺς μπαχτσέδες. Θὰ σᾶς διηγηθῶ κάτι ποὺ εἶδα ἐκεῖ ἕνα πρωί:

Ἀπὸ τὴ μικρὴ πόρτα τοῦ περιβόλου, ἀπ’ ὅπου βγάνουν ραμμένους στὸ ράσο τους τοὺς μοναχοὺς γιὰ νὰ τοὺς θάψουν, εἶδα νὰ ‘ρχεται ἕνας μισότυφλος ἡλικιωμένος καλόγερος. Προχώρησε ἴσαμε τὴν ἄκρη τοῦ κήπου, ὅπου ἦταν μία τριανταφυλλιὰ ξηρὴ σχεδόν, δίχως ἄνθη.

Φτάνοντας ἐκεῖ ἄφηκε ἀνάμεσα στ’ ἄνανθα κλαδιὰ καὶ φύλλα ἕνα ἄνθος ποὺ κράταγε καὶ εἶπε: «Πάρε νὰ ΄χεις κι ἐσύ, νὰ μὴ σὲ καταφρονέσουν».

Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024


Τὰ κρούσματα
Γενικὸν προσκύνημα τῶν κυμάτων, καθολικὴ σύναξις ὅλων τῶν βρυχηθμῶν τῶν ἀνέμων καὶ ὅλων τῶν ἀλαλητῶν τῶν καταιγίδων, ἦτον ὁ ὀρφνὸς καὶ φαλακρός, ὁ ὑψίνωτος τῆς πέτρας πάγος. Παλάτιον τῆς ἐρημίας καὶ τῆς σιγῆς, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ὁ πελώριος βράχος ὁ βορεινός, ὁ θαλασσόπληκτος, ἐπάνω τοῦ ὁποίου ἦτο κτισμένον ποτὲ τὸ παλαιόν, τὸ κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δὲν ὑπῆρχε κῦμα τοῦ θρᾳκικοῦ πελάγους καὶ τῶν κόλπων τῆς Χαλκιδικῆς, δὲν ὑπῆρχε κῦμα ἐξωσμένον ἐκ τῆς Μαύρης Θαλάσσης καὶ τῆς Προποντίδος, διωγμένον ἀπὸ τοὺς κόλπους καὶ διϋλισμένον διὰ τῶν πορθμῶν, ἀποπτυσμένον ἀπὸ τοὺς ἀφροὺς τοῦ πελάγους καὶ ἐξερευγμένον ἀπὸ τὰ ἀβόλιστα βάθη τοῦ πόντου, τὰ κάτωθεν τοῦ πολιοῦ, καταπληκτικοῦ Ἄθωνος, τὸ ὁποῖον νὰ μὴν ἤρχετο νὰ φιλήσῃ τὰ κράσπεδα τοῦ ἀμαυροῦ τιτανείου βράχου.
Ἀνέτεινεν ἐπάνω τῆς θαλάσσης εἰς ὕψος ἔμπληκτον, πλῆρες ἰλίγγου καὶ σκοτοδίνης, καὶ ἦτο ποτὲ καλιὰ πλήρης ψυχῶν καὶ φωνῶν, καὶ τώρα ἦτο ἔρημος πλήρης ἐρειπίων. Καὶ δύο μεγάλοι αἰγιαλοὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἁπλώνονται, κάτω, εἰς τὰ θεμέλια δύο φοβερῶν κρημνῶν. Ὁ εἷς σπαρμένος μὲ βράχους κομμένους εἰς σχήματα πρανῆ καὶ κωνοειδῆ, ὡς λείψανα παλαιᾶς γιγαντομαχίας σωζόμενα εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, στρωμένος μὲ χαλίκια λευκά, ἐρυθρά, μαργαρώδη, ἐπίχρυσα, καὶ μὲ ἄμμον φαιάν, στίλβουσαν· καὶ ἡ ἄμμος κυρτοῦται διὰ μιᾶς, καὶ ὁ βυθὸς ἀποτόμως βαθύνεται· ὁ κολυμβητής, ἂν ἤθελε τολμήσει νὰ ἐπιβῇ εἰς τὸ κῦμα, ἕλκεται πρὸς τὴν σύρτιν τὴν βαθεῖαν, τὴν λευκὴν καὶ πρασινίζουσαν καὶ γαλανήν, τὴν οὖσαν λίκνον τοῦ μικροῦ Τρίτωνος καὶ παστάδα τῆς μελαγχολικῆς Σειρῆνος, ὅπου ἀφρὸς καὶ πόντος, ὅπου κῦμα καὶ ἄβυσσος, φαιδρῶς παίζουσι ποικίλην καὶ ἐνίοτε φοβερὰν παιδιάν.
Δεξιὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀντικρύζει ὁ μέγας βράχος, εἰς δέκα πρυμνησίων ἐναέριον ἀπόστασιν μὲ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη τὴν λευκὴν καὶ κυρτήν, ὅπου φαντάσματα καὶ δαίμονες, σπανίως ὁρατοί, δὲν παύουν νὰ κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, ἀπὸ τὴν σάραν καὶ τὸν κρημνὸν τὸν εὐόλισθον. Κάτω εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ, μίαν σπιθαμὴν πρὸ τῆς ἅλμης τοῦ κύματος, ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς προβλῆτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Τὸ πρωὶ πολλάκις πλησιάζουν ἀπὸ τοῦ πελάγους ψαράδες μὲ τὴν βάρκαν, διὰ νὰ πίουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ βαρέλια. Καὶ τὸ νερὸν ὅλην τὴν ἡμέραν μένει ψυχρὸν καὶ παγωμένον μέσα εἰς τὰ βαρέλια, κατὰ Ἰούλιον μῆνα, ὑπὸ τὰς φλεγούσας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὰς ὁποίας ψήνονται πεταλίδες καὶ πορφύραι καὶ ὀστρείδια ἐπάνω τοῦ μικροῦ φατνώματος τῆς πλώρης τῆς βάρκας.
Πλὴν ἀνίσως, τὴν νύκτα, οἱ ψαράδες, ἀπόκοτοι, τολμήσουν νὰ πλησιάσουν διὰ νὰ ὑδρευθοῦν εἰς τὴν δροσερὰν βρύσιν τὴν μαγικήν, κάτω εἰς τὰ κράσπεδα τῆς ἀκτῆς, ἐπὶ τῆς προβλῆτος χθαμαλῆς πέτρας, τότε βρόντος καὶ πάταγος ριγηλὸς ἀντηχεῖ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ἄνωθεν, καὶ λίθοι καὶ βράχια τρομακτικὰ κυλίονται κατερχόμενα κατὰ τῶν κεφαλῶν τῶν ψαράδων… Τότε μόλις οὗτοι προφθάνουν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν των καὶ νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν… Οἱ λίθοι ἐκεῖνοι θὰ ἦσαν ἱκανοὶ καὶ αὐτομάτως νὰ κυλίωνται ἀπὸ τὸν κρημνὸν ἐκεῖνον… πόσῳ μᾶλλον ὅταν ἀόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τοὺς ὠθοῦσι προσκολλώμενοι εἰς τὸ ὀλισθηρὸν τῆς ἀκτῆς, ὅπως συνήθως προσκολλῶνται εἰς τὸ ἀσθενὲς μέρος, εἰς ἔρωτας καὶ μίση, ἐξάπτοντες τὸ πάθος εἰς φλεγμονήν, καὶ τρέποντες τὴν ὀργὴν εἰς λύσσαν…
Ἀριστερόθεν τοῦ γιγαντιαίου βράχου τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, πρὸς δυσμάς, ἄλλος αἰγιαλὸς ἀπρόσιτος, ἄνορμος ἁπλώνεται. Δὲν φαίνεται ἐκεῖ στρῶμα κομψῶν χαλικίων καὶ ἄμμου στιλπνῆς οὔτε εἶναι ὁρατὴ τῆς θαλασσίας νύμφης ἡ παστάς, ὁ θάλαμος τῆς Νηρηίδος. Πέλαγος βαθὺ ἕως τὴν ἀντικρινὴν στερεὰν ἁπλοῦται, καὶ μονόχορδος ὑμνῳδὸς δὲν παύει νὰ τὸ ὀργώνῃ ὁ ἄνεμος, ὁ Ἀργέστης. Καὶ κατέμπροσθεν, ὀλίγον βορειοδυτικῶς εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐρήμου Χωριοῦ, ἀπεσπασμένοι, βαπτισμένοι εἰς τὸ κῦμα δύο βράχοι παντέρημοι ἀνακύπτουσι. Κάτω εἰς τοὺς πόδας τούτων, εἰς τὰ ἄντρα τὰ θαλάσσια καὶ τὰς σπιλάδας τὰς θαλασσογλύπτους, ἐκεῖ βόσκουσι καὶ λοξοπατοῦσι τὰ θαυμασιώτερα πετροκάβουρα καὶ παγούρια τοῦ κόσμου, μὲ τὰ ἐρυθρὰ προέχοντα ὡς κλαδωτὰ αὐγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελῳδικῶς εἰς τὴν ἀνθρακιάν, μεγάλα, εὔχυμα τὴν γεῦσιν. Κ᾽ ἐπάνω εἰς τοὺς δύο ἐκείνους ὑψηλοκρήμνους σκοπέλους, ὅστις θὰ ἐτόλμα ποτὲ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, διὰ νὰ συλλέξῃ ἂν δύναται ἐξαίσια λάχανα καὶ θαυμασίας ἀγριοκράμβας, ὀφείλει νὰ ζωσθῇ καλῶς μὲ χονδρὸν σχοινίον περὶ τὴν μέσην, νὰ προσδέσῃ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸν χονδρὸν κορμὸν τοῦ γηραιοῦ θαλασσίου θάμνου, τοῦ προσφυομένου ἐπὶ τῆς ὀφρύος τοῦ βράχου, εἶτα ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸ μέτωπον τοῦ κρημνοῦ ἀργὰ καὶ μὲ ἄκραν προφύλαξιν, καὶ πάλιν βέβαιος δὲν θὰ εἶναι ἂν θὰ εὐτυχήσῃ νὰ κατέλθῃ σῷος καὶ ὑγιὴς ἀπὸ τὸ ὕψος ἐκεῖνο, ὅπου οἱ γλάροι θρηνωδῶς κρώζοντες περιίπτανται περὶ τὰς γωνίας τοῦ βράχου καὶ τὰς ἐξοχάς, περὶ τὸ μέρος ὅπου κρύπτεται ἡ φωλεά των, εἰς τὴν θέαν τοῦ ξένου ἐπιδρομέως.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 14 Απριλίου 2024


Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (2)
Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς ὑπερβολικῆς μου εὐαισθησίας εἶναι καὶ ὁ τρόπος ὁποῦ ὑπανδρεύθην. Ὅταν ἐπλησίασαν νὰ μὲ πλακώσουν τὰ γεράματα, νὰ μὲ κουράζουν οἱ διασκεδάσεις καὶ νὰ μ᾿ ἐνοχλοῦν οἱ ῥευματισμοί, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκην νὰ ἔχω ἕνα σπιτικὸν καὶ μίαν γυναῖκα δική μου νὰ μὲ περιποιῆται. Καθὼς πᾷς ἄλλος, ἀγαπῶ κι ἐγὼ τὶς εὔμορφες καὶ πλούσιος καθὼς εἶμαι, εὔκολον ἦτο νὰ εὕρω ἕνα νόστιμο κορίτσι, ἂν δὲν ἐζητοῦσα προῖκα. Ἄλλος εἰς τὴν θέσιν μου θὰ τὸ ἔκαμνεν, ἀλλ᾿ ἐγὼ συλλογίσθηκα πόσον θὰ ἐβασάνιζε τὴν εὐαισθησίαν μου ἂν ὑπανδρευόμην εὔμορφην πτωχοκόρην, ἡ ἰδέα ὅτι μ᾿ ἐπῆρεν ὄχι διὰ τὰ εὐγενῆ μου, ἀλλὰ διὰ τὰ ἑπτά μου σπίτια. Παρὰ ταύτην τὴν ἀνυπόφορην ἐπροτίμησα νὰ θυσιασθῶ καὶ νὰ πάρω πλουσίαν ἀσχημομούραν. Ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς μου εἶναι τόση, ὥστε ἡ μεγάλη της μύτη καὶ τὰ ψεύτικά της δόντια δὲ μὲ ἐμπόδισαν, ὄχι μόνον νὰ φέρωμαι καλὰ μαζί της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν ἀγαπῶ, περισσότερον ἴσως ἀπ᾿ ὅτι πρέπει. Ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἀγάπης μου ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω πώς, ὅταν ἔτυχε πέρυσι ν ἀῤῥωστήση δὲν κατόρθωσα ποτὲ νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ. Ὁ βῆχας καὶ τὸ γλού-γλοὺ τῆς γαργάρας της μοῦ ἔσχιζε τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ μυρωδιὰ τῆς ἀῤῥωστοκάμεράς μου ἔφερνε ζάλη. Ἡ ἀνικανότης μου νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ μὲ ἀνάγκαζε νὰ μένω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωί. Αὐτὴ ἡ ἀῤῥώστια τῆς γυναίκας μου μ᾿ ἔκαμε νὰ ἐξοδέψω πάρα πολλὰ χρήματα εἰς ἁμάξια, θέατρα, γεύματα εἰς τὴν Μεγάλην Βρετανίαν καὶ ἐκδρομᾶς μὲ φίλους μου εἰς τὴν Κηφισσιάν καὶ τὴν Πεντέλην. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἔξοδο ἦτο ὅτι τὰς ἡμέρας ποὺ ἡ γυναῖκα μου δὲν ἐφαίνετο διόλου καλά, ἡ ἀνησυχία καὶ ἡ λύπη μου ἦτον τόσο μεγάλη, ὥστε ἀναγκάσθηκα νὰ πάρω διὰ παρηγορήτραν μίαν Γαλλίδα τοῦ Φαλήρου. Περιττὸν εἶναι νὰ προσθέσω ὅτι ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν τρόπων μου μ᾿ ἐμπόδισαν νὰ εἴπω τίποτε δι᾿ αὐτὰ τὰ ἔξοδα εἰς τὴν γυναῖκα μου, ὅταν ἔγινε καλά.
Ἐναντίον της δὲν ἔχω κανένα σπουδαῖο παράπονο. Προσπαθεῖ εἰς ὅλα νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ καὶ ποτὲ δὲν ἐρωτᾷ οὔτε ποὺ ἤμουν οὔτε τί κάμνω. Εἶναι φρόνιμη, ἥσυχη νοικοκυρὰ καὶ μὲ κάμνει νὰ καλοπερνῶ χωρὶς νὰ ἐξοδεύῃ πολλά. Τὸ σπίτι λάμπει, ποτὲ δὲν ἔλειψε κουμπὶ ἀπὸ τὰ πουκάμισά μου καὶ εἶμαι πάντοτε βέβαιος νὰ εὕρω εἰς τὸ τραπέζι τὸ φαγὶ ποὺ μ᾿ ἀρέσει. Ἐκατάφερε μάλιστα νὰ μαγειρεύει καὶ τὸν ἀστακὸν μὲ μία ἀμερικάνικη σάλτσα ποὺ ἠμπορεῖ τώρα νὰ τὸν τρώγω χωρὶς νὰ μοῦ πειράζει τὸ στομάχι. Αὐτὰ εἶναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ἕνα μόνον τῆς λείπει, ἡ εὐαισθησία. Αὐτὸ τὸ ἐκατάλαβα ὅταν ἦλθεν ἡ σειρά μου ναῤῥωστήσω!
Ἐνῷ ἐγὼ εἰς τὴν ἰδικήν της ἀῤῥώστιαν δὲν ἠμποροῦσα νὰ τὴν βλέπω νὰ ὑποφέρῃ καὶ ἀναγκαζόμουν νὰ φεύγω καὶ νὰ ζητῶ παρηγορίαν εἰς τὸ ξεφάντωμα, αὐτὴ οὔτε στιγμὴν δὲν ἔλειψεν ἀπὸ κοντά μου. Ἀγρύπνησε δέκα νύχτες εἰς τὸ προσκέφαλό μου. Ἤθελεν ἡ ἴδια νὰ μοῦ δίνη τὰ γιατρικά, νὰ μ᾿ ἀλλάζῃ καὶ νὰ μὲ μεταγυρίζη, χωρὶς νὰ μὲ συνερίζεται διὰ τὸν κακόν μου τρόπο, χωρὶς νὰ σιχαίνεται τὰ καταπλάσματα οὔτε νὰ ἐνοχλῆται ἀπὸ τὴ ἀῤῥωστομυρωδιὰν τοῦ δωματίου. Αὐτὸ μ᾿ ἔκαμεν νὰ ὑποπτευθῶ, ὅτι ἡ γυναῖκα μου δὲν ἔχει οὔτε καλὴν ὄσφρησιν οὔτε μεγάλην εὐαισθησίαν. Πῶς τῷ ὄντι θὰ ἠμποροῦσε, ἂν ἦτο εὐαίσθητη, νὰ μὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρω, νὰ βασανίζωμαι, νὰ μὲ καίουν οἱ συνασπισμοὶ καὶ νὰ μὲ δαγκάνουν αἱ βδέλλαι; Κατάντησα νὰ πιστεύω πὼς ἔχουν κάποιον δίκαιον ὅσοι θεωροῦν τὴν ὑπερβολικὴν τρυφερότητα τῶν γυναικῶν ὡς πρόληψιν καὶ παραμύθι. Ἄδικον ὅμως θὰ ἦτο καὶ ν᾿ ἀπαιτήσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴν ἰδική μου ἔκτακτον καὶ μοναδικὴ εὐαισθησία.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (1)
Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.
Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.
Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (...)
Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.
Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024



Μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ὑπομονὴ
Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ προσέχουν πολὺ νὰ μὴ μαλώνουν τὰ παιδιά τους τὸ βράδυ, γιατὶ τὸ βράδυ τὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ διασκεδάσουν τὴν στενοχώρια τους καὶ ἡ μαυρίλα τῆς νύχτας τὴν μαυρίζει πιὸ πολύ. Ἀρχίζουν νὰ σκέφτονται πῶς νὰ ἀντιδράσουν, ψάχνουν διάφορες λύσεις, μπαίνει στὴν μέση καὶ ὁ διάβολος, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν ἀπελπισία… Τὴν ἡμέρα, καὶ νὰ ποῦν τὰ παιδιά: «θὰ κάνω αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο», θὰ βγοῦν ἔξω, θὰ ξεχαστοῦν, ὁπότε διασκεδάζεται ἡ στενοχώρια.
– Γέροντα, τὸ ξύλο βοηθάει τὰ παιδιὰ νὰ διορθωθοῦν;
– Ὅσο γίνεται, οἱ γονεῖς νὰ τὸ ἀποφεύγουν. Νὰ προσπαθοῦν μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ὑπομονή, νὰ δώσουν στὸ παιδὶ νὰ καταλάβει ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι σωστό. Μόνον ὅταν εἶναι μικρὸ τὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἐπικίνδυνο, βοηθιέται, ἂν φάη κανένα σκαμπίλι, γιὰ νὰ προσέχει ἄλλη φορά. Ὁ φόβος, μήπως φάη πάλι σκαμπίλι, γίνεται φρένο καὶ τὸ προστατεύει.
Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, περισσότερο βοηθιόμουν ἀπὸ τὴν μητέρα μου παρὰ ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν τὸ καλό μου. Καθένας ὅμως μὲ βοηθοῦσε μὲ τὸ δικό του τρόπο. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρός. Ὅταν κάναμε καμιὰ ἀταξία, μᾶς ἔδινε σκαμπίλια. Ἐγὼ πονοῦσα λίγο ἀπὸ τὸ ξύλο, μαζευόμουν, ὅταν ὅμως περνοῦσε ὁ πόνος, ξεχνοῦσα καὶ τὸν πόνο καὶ τὶς συμβουλές του. Ὄχι ὅτι δὲν μὲ ἀγαποῦσε ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ ἀγάπη μὲ ἔδερνε. Μία φορά, θυμᾶμαι – τριῶν ἐτῶν ἤμουν – , ποὺ μου ἔδωσε ὁ πατέρας μου ἕνα σκαμπίλι, μὲ τίναξε πέρα!
Τί εἶχε γίνει; Δίπλα ἀπὸ τὸ σπίτι μας ἦταν ἕνα σπίτι ἐγκαταλελειμμένο. Οἱ ἰδιοκτῆτες εἶχαν φύγει στὴν Ἀμερικὴ καὶ εἶχε ρημάξει. Στὴν αὐλὴ εἶχε μία συκιὰ ποὺ τὰ κλαδιά της ἔβγαιναν στὸν δρόμο. Ἦταν καλοκαίρι καὶ ἦταν γεμάτη σύκα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζα μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἦρθε ἕνας γείτονας καὶ μὲ σήκωσε, γιὰ νὰ τοῦ κόψω μερικὰ σύκα, γιατί δὲν ἔφθανε μόνος του νὰ τὰ κόψη. Τοῦ ἔκοψα πέντε ἕξι καὶ μοῦ ἔδωσε κι ἐμένα δύο. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας μου, θύμωσε πάρα πολύ. Μοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι!… Ἐγὼ ἔβαλα τὰ κλάματα. Ἡ μάνα μου ποὺ ἦταν μπροστά, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί τὸ χτυπᾶς τὸ παιδί; Τί ἤξερε αὐτό; μικρὸ παιδὶ εἶναι. Πῶς μπορεῖς νὰ τὸ ἀκοῦς νὰ κλαίη;». «Ἅμα ἔκλαιγε τότε ποὺ τὸ σήκωσε ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ κόψη τὰ σύκα, δὲν θὰ ἔκλαιγε τώρα, εἶπε ὁ πατέρας μου. Ἀλλά, φαίνεται, ἤθελε νὰ φάη καὶ αὐτὸ σύκα. Ἂς κλαίη λοιπὸν τώρα». Ποῦ νὰ τολμήσω νὰ τὸ ξανακάνω!
Καὶ ἡ μητέρα μου ἔβλεπε τὶς ἀταξίες μου καὶ στενοχωριόταν, ἀλλὰ εἶχε μία ἀρχοντιά. Ὅταν ἔκανα καμμιὰ ἀταξία, γύριζε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἔκανε πὼς δὲν μὲ βλέπει, γιὰ νὰ μὴ μὲ στενοχωρήση. Ἐμένα ὅμως αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ μοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. «Κοίταξε, ἔλεγα μέσα μου, ἐγὼ ἔκανα τέτοια ἀταξία καὶ ἡ μητέρα ὄχι μονάχα δὲν μὲ δέρνει, ἀλλὰ κάνει καὶ πὼς δὲν μὲ βλέπει! Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ τὸ ξανακάνω! Πῶς νὰ τὴν ξαναστενοχωρήσω;». Μὲ αὐτὴν τὴν συμπεριφορά της ἡ μητέρα μου μὲ βοηθοῦσε περισσότερο, παρὰ ἄν μοῦ ἔδινε ἕνα σκαμπίλι. Κι ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἐκμεταλλευόμουν, νὰ πῶ: «Ἔ, τώρα δὲν μὲ βλέπει, ἂς κάνω μεγαλύτερη ἀταξία».
Ἐνῶ ὁ πατέρας μου, μόλις ἔκανα κάτι, τάκ, σκαμπίλι. Βλέπεις, καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ διόρθωνε περισσότερο ἦταν ἡ ἀρχοντικὴ συμπεριφορὰ τῆς μάνας μου.
– Γέροντα, μερικὰ παιδιὰ ὅμως εἶναι πολὺ ἄτακτα. Φωνάζουν, τρέχουν, κάνουν ζημιές. Πῶς νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς τὸ ξύλο;
– Κοίταξε, δὲν φταῖνε τὰ παιδιά. Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μεγαλώσουν φυσιολογικά, θέλουν αὐλή, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ παίξουν. Τώρα τὰ κακόμοιρα εἶναι κλεισμένα μέσα στὶς πολυκατοικίες καὶ ζορίζονται. Δὲν μποροῦν νὰ τρέξουν ἐλεύθερα, νὰ παίξουν, νὰ χαροῦν. Δὲν πρέπει νὰ στενοχωριοῦνται οἱ γονεῖς, ὅταν τὸ παιδάκι εἶναι ζωηρό. Ἕνα ζωηρὸ παιδὶ ἔχει δυνάμεις μέσα του καὶ μπορεῖ νὰ προκόψη πολὺ στὴν ζωή του, ἂν τὶς ἀξιοποιήση.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024


Ἡ Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ ̓ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ ̓ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ µαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, µ᾿ ὅλο τὸ σεβασµὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐµπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ µνῆµα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς µιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦνε τὴ χαροποιὰ εἴδηση στοὺς µαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήµατα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς µαθητάδες του. Εἶδες µὲ πόση µακροθυµία τὰ ὑπόµεινε ὅλα; ...Καὶ µ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαµε σήµερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ µᾶς εἴµαστε χωρισµένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ µ᾿ ἕνα τοῖχο παγωµένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ µᾶς καλεῖ κ᾿ ἐµεῖς τὸν ἀρνιόµαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπηµένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐµεῖς λέµε πὼς δὲν τὰ βλέπουµε. Ἐµεῖς ψάχνουµε νὰ βροῦµε στηρίγµατα στὴν ἀπιστία µας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουµε τὸν ἐγωϊσµό µας, ποὺ τὸν λέµε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήµη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ µέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης µας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσµου, δὲ µπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισµούς, ὄχι ὅµως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται µὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογηµένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς µακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύµατι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωµᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ µὲ εἶδες Θωµᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουµε τὸν Κύριο νὰ µᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦµε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦµε κ᾿ ἐµεῖς µαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

 

Ὅλοι βιάζονται

Οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ ἀκατάπαυστη κίνηση, σὰν μανιακοί. Ἄλλοι τρέχουνε ἀπὸ δῶ, ἄλλοι ἀπὸ κεῖ. Ὅλοι βιάζονται. Δοξάζω τὸν Θεὸ ἅμα δῶ κανέναν νὰ πορεύεται ἥσυχα, χωρὶς νὰ βιάζεται!... Ἄλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι νὰ πιάσουνε τὴ χρυσὴ ρόδα, ποὺ τὴν κυλᾶ μπροστά τους ὁ διάβολος, ποὺ τὸν λέγανε Ἑρμῆ... Ἄλλοι κάνουνε λογῆς-λογῆς συνέδρια, καὶ συζητᾶνε περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, ἄλλοι μαζεύονται κι ἀλληλοθαυμάζονται κι ἀλληλομισοῦνται σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες, ἄλλοι μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια κατὰ χιλιάδες καὶ βλέπουνε τὰ λεγόμενα μάτς... ἄλλοι ἐκθέτουνε τὰ ἔργα τῆς τέχνης τους καὶ καμαρώνουνε, ὡς ποὺ νὰ περάσουνε δυὸ-τρεῖς μέρες καὶ νὰ τοὺς ξεχάσουνε οἱ θαυμαστές τους, ἄλλοι τυπώνουνε βιβλία,ἄλλοι βγάζουνε λόγους σὰν βραχνιασμένοι βάτραχοι... Ὅλοι,τέλος πάντων, καταγίνονται μὲ ὅλα, ὅσα μποροῦνε σὲ τοῦτον τὸν ντουνιά, γιὰ νὰ ξεχάσουνε τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴν ἀπομένουνε μοναχοὶ καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει.

Φώτης Κόντογλου

Τρίτη 9 Απριλίου 2024



Μαθητεύοντας στὰ Σκιαθίτικα διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη
Ἂν ἡ ποιμαντικὴ εἶναι ἡ ἐμβιωμένη τέχνη τοῦ ποιμένα, «ὅπως διακυβερνήσῃ καλῶς τὴν ἐμπεπιστευμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ποίμνην» (Ἅγ. Νεκτάριος), τότε ἡ ἐπικοινωνία, ὡς ἐργαλεῖο αὐτῆς τῆς διακονίας, εἶναι ἡ δυνατότητα προσέγγισης αὐτῆς τῆς ποίμνης: μὲ γνώμονα τὴν ἱεροπρέπεια, τὴ διάκριση καὶ τὸ ἦθος, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ κατέχει ὁ κάθε συνειδητὸς ποιμένας. Γιατὶ ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μὲν ἡ δυνατότητα τῆς καλλιέργειας τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ὡστόσο, ἂν αὐτὴ δὲν στηρίζεται καὶ ὑποστηρίζεται ἀπό μεθόδους σεβασμοῦ, φιλίας καὶ ἐμπιστοσύνης, τότε καθίσταται προβληματική, καθὼς εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τοῦ τρόπου ἐπιβολῆς, τῆς μιᾶς ἢ ἄλλης ἄποψης, μεταξύ ἀνθρώπων ἤ ὁμάδων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἔχει ὡς ἀρχή της τὴν μέριμνα γιὰ τὸν ἄλλο, ποὺ ἐπιμερίζεται στὴν ἀκρόαση, ἀλλὰ καὶ στὸν προσεγμένο διάλογο, ὅπου διαφαίνεται ἡ προσπάθεια τοῦ ποιμένα γιὰ μιὰν οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν διαλεγόμενο συνάνθρωπό του. Γιατὶ αὐτὸ καὶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἕνα: τὸ νὰ «στεγάζει» ὁ κάθε ποιμένας μὲ πατρικὴ φιλοτιμία καὶ εὐσυμπάθεια τὸν καθένα πιστὸ καὶ ὄχι μόνο.
Ἀνατρέχοντας τώρα στὸ διηγηματογραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καὶ μάλιστα ἐκεῖνο ποὺ ἀφορᾶ τὴν πατρίδα του, τὴ Σκιάθο παρατηροῦμε, ὅτι μέλημά του εἶναι ἡ ἀνάδειξη τῆς κοινότητας μέσα στὴν ὁποία ἔζησε καὶ ταμίευσε τὰ κορυφαῖα καὶ θεμελιώδη βιώματά του: αὐτὰ, δηλαδή, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο πάνω στὸν ὁποῖο θὰ σταθεῖ ὁλάκερο τὸ οἰκοδόμημα τῶν ἀρυτίδωτων διηγημάτων του. «Ἀλλὰ τὰ πλεῖστα τῶν ὑπ᾿ ἐμοῦ γραφέντων ἑορτασίμων διηγημάτων, θὰ μᾶς πεῖ, ...εἶναι μᾶλλον θρησκευτικά». Ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ μορφὲς ἱερέων καὶ πιστῶν συνυπάρχουν. Μὲ τὰ ὅσα τους τρωτὰ -γιατὶ ἄνθρωποι ἀτελεῖς εἶναι- ἢ καὶ τὶς ὅποιες τους ἀρετές.
Αὐτή, λοιπόν, ἠ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς ποιμένες τους εἶναι ποὺ ἀναπτύσσει μιὰν ἐπικοινωνία. Πνευματικὴ φυσικὰ, παράλληλα δὲ φιλικὴ κι ἀνθρώπινη. Ἐπικοινωνία, ποὺ τὴν πριμοδοτεῖ καὶ ἐνισχύει ἡ ἀνύστακτη μέριμνα τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Μὲ τρανὸ καὶ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν παπα-Γαρόφαλλο, στὸ διήγημα «Ὁ ἀλιβάνιστος», ποὺ τὴ σημαδιακὴ ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, «συνανασταίνει» μιὰ ψυχὴ ξεχασμένη καὶ μᾶλλον περιφρονεμένη. Ὁ παπᾶς αὐτὸς, ὀ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς, δίχως πανεπιστημιακοὺς ἢ ἄλλους τίτλους σπουδῶν, προσφέρει σὲ ὅλους ἐμᾶς ἔνα μάθημα γνήσιας ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς. Γιατὶ ἄν κοιτάξουμε τὸ διήγημα μὲ προσοχὴ, τότε θὰ διαπιστώσουμε πὼς ὁ παπᾶς αὐτὸς, ποὺ ξεκίνησε ἀπό τὴν πολίχνη νὰ κάμει Ἀνάσταση στοὺς βοσκοὺς, ὑπολογίζοντας πὼς κάπου παραπέρα ἕνας συνάνθρωπός τους, μέλος τῆς κοινωνίας τοῦ νησιοῦ καὶ γνωστός τους, δὲν θὰ μετεῖχε τῆς Ἀναστάσιμης χαρᾶς καὶ εὐλογίας, ἀποφασίζει νὰ τὸν ἀνασύρει ἀπό τὴν ἀφάνεια καὶ τὴ μοναξιά του, ἐπαναφέροντάς τον στὴν μικρὴ κοινότητα ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ είσοδεύσει στὴν πανήγυρι τῶν πανηγύρεων, τὸ Πάσχα.
Μὲ ποιμαντικὴ διάκριση λοιπὸν ὁ παπᾶς καὶ προφασιζόμενος διάφορα, γιὰ να δικαιολογήσει τὴν ἀργοπορία του στὸν Ἅη-Γιάννη -ὅπου θὰ τελοῦσε τὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ λειτουργοῦσε- κατορθώνει νὰ ἐντάξει μέσα στὸν κύκλο τῶν συνεορταστῶν ἕναν «ἀληθινὸν λυκάνθρωπον» -τόσο εἶχε ἀγριέψει ἡ μοναξιὰ τὸν μπαρμπα-Κόλλια. Μάλιστα, ἄν προσέξουμε τὰ λόγια τοῦ παπα-Γαρύφαλλου, τὰ ὀποῖα ἀπευθύνει στὸν «ἀλιβάνιστο», τότε θὰ διακρίνουμε μιὰν ἄλλη ποιμαντικὴ, ποὺ δὲ διδάσκεται, μόνο ἐμβιώνεται ἤ, καλύτερα, εἶναι ἀπότοκη τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀγαθότητος τοῦ ἱερέα. «Νἄχεις τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ παιδί μου! Ἔλα! Νὰ πάρῃς εὐλογία! ...Νὰ μοσχοβολήσ᾿ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾿ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικεῖς τὸν ἑαυτόν σου! Μὴν κάνεις τοῦ ἐχθροῦ τὸ θέλημα! ...Πάτα τὸν πειρασμό!»
Ὅμως ἡ περίπτωση τοῦ παπα-Γαρύφαλλου δὲν εἶναι ἡ μοναδική. Ἔχουμε κι ἄλλες μορφὲς ἱερέων ποὺ μᾶς ἐκπλήσσουν μὲ τὸν ἐπικοινωνιακό τους χαρακτῆρα καὶ τὴν ποιμαντική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν στὴ μικρή τους κοινότητα. Παράδειγμα ὁ παπα-Διανέλλος, τοῦ διηγήματος «Λαμπριάτικος ψάλτης», ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἀντιμετωπίζει σοβαρὰ οἰκογενειακὰ προβλήματα - θάνατος τῆς παπαδιᾶς, τὰ κορίτσια νὰ μεγαλώνουν, ὅπως καὶ οἱ εὐθύνες, ὁ γιὸς νὰ σπουδάζει καὶ τόσα ἄλλα, ἐν τούτοις δὲν ἀποποιεῖται τῆς μέριμνας γιὰ νουθεσία τοῦ μικροῦ ὁμίλου τῶν συνεορταστῶν καὶ συνακολούθων του στὸν Ἅη-Γιάννη, γιὰ νὰ τελέσει τὴν Ἀνάσταση. Νουθεσία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, καθὼς ἐρωτᾶται γιὰ τὴν «δύναμιν τῶν μνημοσύνων» καὶ μάλιστα ἀπό πρόσωπα ποὺ εἶχαν χάσει τοὺς δικούς τους, ὅπως ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, ποὺ εἶχε χάσει τὸν ἄντρα της καὶ τὰ τέσσερα παιδιά τους.
Τὰ παπαδόσπιτα εἶναι ὁ ἄλλος χῶρος ὅπου ἡ ποιμαντικὴ ἐπικοινωνία καλλιεργεῖται καὶ ἐξ αὐτῆς διαφαίνεται καὶ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα, σύμφωνα μὲ τὰ παπαδιαμαντικὰ δεδομένα. «Ὁ γείτονας τοῦ παπα-Φραγκούλη, ὁ Πανάγος ὁ Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέρα καὶ νὰ πίῃ μιὰν ρακιὰν, κατὰ τὸ σύνηθες εἰς τὸ παπαδόσπιτο», γίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ ξεκινήσει ἡ ὅλη προσπάθεια, ἡ ὁποία ἔχει διπλὸ σκοπό: Νὰ λειτουργηθεῖ ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ καὶ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἐγκλωβισμένοι ἀπό τὰ χιόνια στὸ Κάστρο συμπολίτες τους. Προσέχοντας, λοιπόν, τὴν ὅλη πλοκὴ τοῦ διηγήματος, ποὺ ἀρχίζει ἀπό τὴν πληροφορία τοῦ παπα-Φραγκούλη γιὰ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν δύο Σκιαθιτῶν -μελῶν ἐξάπαντος τῆς μικρῆς κοινότητας, ἴσως καὶ τῆς ἐνορίας- παρατηροῦμε τὰ πάντα νὰ γίνονται μὲ πνεύμα θυσίας, πίστεως καὶ φιλανθρωπίας. Ἂν καὶ παλιὸς ναυτικὸς ὁ παπα-Φραγκούλης ἐμφανίζεται παράλληλα καὶ ὡς καλὸς ποιμένας, ποὺ νουθετεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ ἐμψυχώνει ὅλο τὸν ὅμιλο τῶν φιλεόρτων καὶ φιλοτίμων πιστῶν, ποὺ τὸν συνοδεύουν, μέσα σὲ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες στὸ Κάστρο. Καὶ τὸ κυριώτερο, αὐτὴ ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ σεμνοῦ ἱερέα, γίνεται ἡ ἀφορμὴ νὰ σωθεῖ καὶ ἕνα πλοῖο, ποὺ ἐκείνη τὴ ζοφερὴ, πλὴν ἁγία νύχτα τῶν Χριστουγέννων, κινδύνευε νὰ καταποντιστεῖ.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα παρόμοια παραδείγματα στὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο, μὲ ἀπλοὺς, φιλότιμους καὶ φιλόχριστους παπάδες, ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ ποίμνιο, τὸ ὁποῖο τοὺς ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία μὲ φόβο Θεοῦ. Δὲν ἔχουν διδαχτεῖ ποιμαντικὴ σὰν τὸν ἱεροσπουδαστὴ τοῦ διηγήματος «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ποὺ χλευάζει καὶ ἐμπαίζει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ἐκεῖνοι γνωρίζανε νὰ λειτουργοῦν, νὰ ὑπομένουν τοὺς σταυροὺς καὶ νὰ μὴν ὑπεραίρονται, γιατὶ ξέρανε πολὺ καλὰ ὅτι διάκονοι Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶναι, δηλαδὴ ὑπηρέτες, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ Ἐκεῖνος τοὺς δίδαξε. Κι αὐτὸ τοὺς ἔφτανε καὶ τοὺς περίσσευε.
π. Κωνσταντῖνος Καλλιανὸς