Κυριακή 15 Ιουνίου 2014


Λειτουργία μέ τόν γέροντα Παΐσιο

Ἦταν τ 1978, παραμον το Τιμίου Σταυρομ τ παλαι μερολόγιο κι Γέροντας ταν κόμα στ κελ το Τιμίου Σταυρο. γ εχα πάει –μουν διάκος τότε– κα τν πισκέφθηκα πρωί-πρωί. ταν μέρα Δευτέρα. Βρκα τν Γέροντα κα σκούπιζε.
Μο λέει: «λα δ κα σ θέλω, γιατὶ ἐδ χουμε αριο πανήγυρι κα κάλεσα κα Δεσπότη, θφέρω κα ψάλτες πίσημους καπαρήγγειλα κακρεμμύδια, ψάρια, φασόλια, πράματα ν μαγειρέψω, νκάμω τραπέζια˙ θα ’χω κόσμο δπολύ».
 γ ν τμεταξ τά πίστευα, διότι μο τά ’λεγε σοβαρ γι ν μπειράξει. Δν μποροσα νκαταλάβω τι μὲ ἀστειεύει.  Κα μολέει: «Θέλω κι να διάκο, κι ετυχς πο ρθες δ, θ σ χρειαστῶ ἀπόψε. Θ μείνεις δ μαζί μου τβράδυ;»
γ πετοσα π τ χαρά μου, διότι δν κρατοσε κανένα κοντά του, πολύτως κανέναν. Πολλο πήγαιναν κα τν παρακαλοσαν: Γέροντα, ν μείνω στω κι να βράδυ, μερικς ρες; Τίποτα, τος κρατοσε μερικλεπτ κα τος διωχνε. Δν φηνε ν μείνει νθρωπος πολ κοντά του. ταν μεγάλη ελογία ατό.
Λοιπν μο λέει: «Κοίταξε, τώρα μως θ κλείσουμε τν πόρτα, κα χι ταν θ χτυπον ν πς ν μφανίζεσαι, διότι χομε ν κάνουμε δουλειές». «Καλά», λέω, «κι ν μς χτυπον τί θ κάνουμε;» Μο λέει: «Τί θ κάνουμε; Θκάνουμε τν ψόφιο κοριό». Πράγματι ρθαν μερικοὶ ἄνθρωποι, χτύπησαν, δν νοιξε σ κανέναν κείνη τν μέρα. γ πρς στιγμὴν σκανδαλίσθηκα, γιατ δν τος νοίγει τος καημένους, πιτρέπεται ν εμαστε μέσα καν μν τος νοίγει; Γύρισε μία στιγμ κε πο μασταν στν κκλησία –εχε πολλς τρύπες κκλησία του, καβάζαμε σβέστη κα καλύπταμε τς τρύπες– κα μο λέει: «Κοίταξε ν δες, διάκο, γ προσεύχομαι κι ν κάποιος νθρωπος χει νάγκη ξέρω κα το νοίγω, ν χρειαστεῖ». Κα πράγματι, μετ πο εχε ρθει τ πόγευμα νας ποεχε μία σοβαρ νάγκη το νοιξε.
Τέλος πάντων, δουλέψαμε τ πρωί, τ μεσημέρι μολέει «Τώρα θ σο κάνω τ τραπέζι ν δομε τί θ φμε». Βγήκαμε ξω. Δν εχε οτε τραπέζι, οτε τίποτα. πλωσε κάτω στ χμα, πάνω σ΄ να βράχο κε πο εχε. «χω καὶ ἕνα τραπεζομάντηλο», μο επε, «πο τ φυλάω εδικ ταν χω πίσημους πισκέπτες. Δν τ βάζω κάθε μέρα κενο». Κι πιασε να νάυλον, δν ξέρω πο τ βρκε πεταμένο, τ ποο ταν σν ατπο βάζαν ο γιαγιάδες στ χωριά μας στ τραπέζια, πο εχαν ζωγραφισμένα πάνω διάφορα φροτα, σταφύλια, μπανάνες, κάτι τέτοια.
Τ πλωσε κεῖ, κα τί ν φμε, τί ν φμε, δν εχε τίποτα, μο ’κανε να τσάι, μο’δωσε να παξιμάδι κι βγαλε πτν κπο του, νομίζω κάτι κρεμύδια μαρούλια. Κι πια τσάι μ κρεμμύδια κι να παξιμάδι.
ν τ μεταξ λέει: «Κοίταξε τώρα ν φμε κα φροτα. Διάλεξε δ, χει νανάδες, χει καρπούζια» κα μο δειχνε τ τραπεζομάντηλο...
Τ πόγευμα ξεκουράστηκα γώ, ατς εδε μερικος νθρώπους κα τ βράδυ γύρω στς 5 ρα περίπου, μο λέει: «Τώρα θ κάνουμε προσευχ λη νύχτα μ τ κομποσκοίνι κα τ πρω θά ’ρθει π τ μοναστήρι νας ερέας ν μς κάνει Λειτουργία». «Εντάξει, Γέροντα. Πς θ κάνω κα γώ;»
Μο δειξε πς πρεπε ν προσεύχομαι τ βράδυ μ τ κομποσκοίνι. Πράγματι ρχίσαμε ν προσευχόμαστε κα μο λέει: «γύρω στ μεσάνυκτα –στς 7 ρα μ τ βυζαντινθ σ φωνάξω νπμε στν κκλησία ν διαβάσουμε τν θεία Μετάληψη».
Κα ρχισε προσευχ λη νύκτα. Ατς στ δωμάτιό του κα γ δίπλα στ μικρ τ δωματιάκι, μέσα στν ρημο. Κι ταν πρώτη φορ πο μενα τσι μόνος μου στν ρημο, μέσα στ γιον ρος, σ μίαν κρα συχία, δν κουγόταν τίποτα, μόνο μερικ ζα πο κυκλοφοροσαν ξω. Κι γ λεγα τν εχ –προσπαθοσα ν κάνω πως μο επε Γέροντας. Δίπλα μου προσευχόταν ατς κι γ τν κουγα, ταν ναστέναζε, ταν περπατοσε –διότι δν εχε πνεύμονες Γέροντας, εχε βγάλει τος πνεύμονές του, μόνο μισ πνεύμονα εχε- ναγκαζόταν κατ διαστήματα ν κάνει βαθιος ναστεναγμος γι ν πάρει έρα. Μο χτυποσε κα τν τοχο καμι φορ κα μο λεγε: «Διάκο, κοιμάσαι;» – «χι, Γέροντα». «! ντάξει». Πηγαίναμε καλά.
Γύρω στη μία τ μεσάνυκτα, φο κάναμε πτ ρες προσευχ μ τ κομποσκοίνι, μ φώναξε κα πήγαμε στὸ ἐκκλησάκι δίπλα κα μο λέει: «Νδιαβάσουμε τν κολουθία τς θείας Μεταλήψεως, γι ν ξενυστάξεις κα λίγο κα μετ συνεχίζουμε». ταν πήγαμε κε μ’ βαλε μένα στμοναδικ στασίδι πο εχε, ατς καθόταν δίπλα μου, κι γ κρατοσα τ κερ κι ρχισα ν διαβάζω π τ βιβλίο τν κολουθία· Γέροντας λεγε τος στίχους.
ν τ μεταξ κάθε φορ πο λεγε να στίχο κανε τσταυρό του λόκληρο κι κανε μία μετάνοια μέχρι τὸ ἔδαφος. κανε μ πολλ θέρμη ατν τν προσευχή του. ταν φτάσαμε στ τροπάριο κενο πο λέει «Μαρία Μήτηρ Θεο τς εωδίας τ σεπτὸν σκήνωμα» Γέροντας επε: «περαγία Θεοτόκε σσον μς». κριβς κείνη τν ρα, λα λλαξαν μέσα στ κκλησάκι. γινε κάτι πολ παλά, λλ πότομα, κα ρχισε τ καντήλι τς Παναγίας ν κουνιέται μόνο του. Εχε πέντε καντήλια στ τέμπλο κα μόνο τ καντήλι τς Παναγίας πήγαινε κι ρχόταν πάνω κάτω συνέχεια.
γ τ εδα βέβαια ατ τ πράγμα κα φωτίσθηκε τσι τ κκλησάκι, πρε να φς. Γύρισα κι εδα τν Γέροντα, μο κανε νεμα μ τ χέρι. Μο λέει «Σιωπὴ» κα σταμάτησα ν διαβάζω. Ατς νομίζω, δν θυμμαι καλά, γονάτισε μέχρι κάτω, πάντως σκυψε πολύ, ταν σκυφτς συνέχεια.
Κα γκαθόμουν στ στασίδι κι βλεπα ατ τ θέαμα, τ καντήλι τς Παναγίας ν κουνιέται συνέχεια πάνω κάτω. Διήρκησε ατό, τσι σιωπηλοί, περίπου μισ ρα, π’ ,τι μπόρεσα ν πολογίσω. Μετ πο εδα τι δν γινόταν τίποτα ρχισα ν διαβάζω μόνος μου. Γέροντας ταν κε στν δια στάση γονατιστς κι γ συνέχισα νδιαβάζω. ταν φτάσαμε στν βδομη εχ τς Μεταλήψεως, στν εχ το γίου Συμεών, τότε τ καντήλι σταμάτησε κι λα πανλθαν στν πρώτη κατάσταση ποὺ ἦταν σκοτειν λα κι μες μασταν μόνοι μας.
ταν τελείωσε κολουθία Γέροντας ταν πολσυγκινημένος κα μο λέει –σν να μικρ παιδάκι, τρόπον τινά, πο μα κάμει καμι ταξία κα τ τσακώσουν, λέει «μ δν καμα τίποτα» :
«Ξέρεις, γ πρώτη φορ βλέπω τέτοιο πράγμα. Δν ξανασυνέβηκε αττ πράγμα δῶ».
Δν πάντησα τίποτα, τί ν τοπ; στερα καθήσαμε κε στδιάδρομο, να μικρ διαδρομάκι, το λέω: «Γέροντα, τί ταν ατ πο γινε;» Μο λέει «Τί ταν;»
Λέω, «Δν εδες τκαντήλι πο κινήθηκε;» Μο λέει, «Μόνο τ καντήλι εδες;» Λέω, «Ναι». Μο λέει, «Τίποτα δν τανε».
Μὰ, τί τίποτα δν τανε; Κινεται τ καντήλι μόνο του, μι ρα κουνιόταν μόνο του κα δν ταν τίποτα; Δν ταν ν πες πς κουνήθηκε μία φορά. Κα ταν λα κλειστά, οτε παραμικρ πνοδν πρχε μέσα στ δωμάτιο.
Μο λέει, «Κοίταξε ν δες, δ στ γιον ρος Παναγία τ βράδια κυκλοφορκα κοιτ ν δε τί κάνουμε μες ο μοναχοί. , πέρασε κι π’ δ, εδε δυ παλαβος δ πέρα κα κούνησε τκαντήλι ν μς χαιρετίσει, τρόπον τινά». Κα μετ μο επε τι ατς εδε τν Παναγία κενο τ βράδυ στ κκλησάκι μέσα.
Στς πέντε και μισή τό πρωί ρθε παπς κα Γέροντας θελε ν λειτουργήσω, λλ γ δν εχα διακονικ μφια. Μοῦ ἔφερε να στιχάρι παλαιό, φερε να πετραχήλι, τ κανε ράριο κα τ πιασε μ παραμάνα, βρκε κάτι πιμάνικα, μο τ τύλιξε στ χέρια. μουν σν παλιάτσος, λλ ταν ραιότερη Λειτουργία στ ζωή μου.

Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Τετράδιο 136 * Ἰούνιος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου