Τρίτη 1 Ιουλίου 2014


Τὰ Ρόδιν᾿ ἀκρογιάλια
Δὲν ἐννόησα πῶς εὑρέθην μέσα στὴν βάρκαν. Ἐκκινοῦμεν. Εἷς βράχος μισοφαγωμένος ἀπὸ τὸ κῦμα, καὶ ἀπὸ τὰ πατήματα τῶν πρὸ αἰώνων λεμβούχων καὶ ναυτῶν, καὶ δύο δοκίδες, ἀπὸ σκληρὸν ξύλον, τὸ ὁποῖον δὲν ἐσάπησεν ἀκόμη ὕστερον ἀπὸ γενεὰς καὶ γενεάς, ἐπέχουν θέσιν προκυμαίας.
 Ὁ γερο-Μορφούλης, οἰκοκύρης τῆς πρώτης ἐπὶ τοῦ θαλασσοπλήκτου βράχου οἰκίας, ἰδοὺ ἐξύπνησε, κατῆλθεν, ἑτοιμάζει τοὺς γάντζους, τὶς πράγκες, τὰ καμάκια του, λύει τὴν βαρκούλαν του, καὶ πηγαίνει διὰ πρωινὸν γῦρον, περὶ τὸν λιμένα. Παραπάνω εἶναι τὸ κελλὶ τοῦ Φάλκου τῆς Μελάχρως, καὶ ἄνω ὑπερέχει τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, προστάτου τῶν θαλασσινῶν. Αἱ θυρίδες του πάμφωτοι· κανδῆλαι καὶ λαμπάδες καίουν ἐκεῖ. Ὁ παπα-Γληγόρης θὰ εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον, καὶ ἤρχισε πολὺ πρωὶ τὴν λειτουργίαν του.
Ὅλος ὁ γιαλὸς ροδίζει γύρω. Τὰ κύματα φρικιοῦν ἠρέμα, καὶ τὸ φωσφόρισμά των ἀνταυγάζει ἀποχρώσεις ἐρυθροῦ γαροφάλλου. Ἡ Ἀλοΐνα, ἡ νοικοκυρὰ τῆς πρώτης οἰκίας, ἀριστερὰ ἀπὸ τοῦ Μορφούλη, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ μπαλκονιοῦ της, καὶ τινάζει εἰς τὴν θάλασσαν τὰ σινδόνια της.
Ὀλίγους ἐρήμους βράχους παραπλέομεν, ὅπου δὲν ἔχουν κτίσει ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὰ φανταστικὰ οἰκόπεδα. Ἔπειτα φθάνομεν κάτω ἀπὸ μίαν οἰκίαν, μὲ εἶδος ἰσογείου ἀποθήκης συνεχομένης. Ὁ μαστρο-Μαθινός, ὁ ἰδιοκτήτης, ἔχει καταβῆ ἤδη εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔχει ἀναμμένον τὸν κρεμαστὸν λύχνον του, καὶ εἰς τὸ φῶς τὸ ἀμυδρὸν καλαφατίζει μίαν βάρκαν, συρμένην εἰς τὴν ἄμμον ἐπὶ τῆς ξυλίνης ἐσχάρας, ἀποκάτω ἀπ᾿ τὸ μπαλκόνι, τὰς ἀντηρίδας τοῦ ὁποίου φθάνει μὲ τοὺς ἀφρούς του, ὅταν ἀναπηδᾷ εἰς ὥραν φουσκοθαλασσιᾶς, τὸ κῦμα. Μακάριος θνητός, μὲ τὸ σαρίκι περὶ τὴν κεφαλήν του, μὲ τὸν ψαρόξανθον μύστακα, μὲ τὴν ξυλίνην σφῦράν του, ὁποὺ ἀκούομεν τοὺς κτύπους της ἀπὸ τὴν βάρκαν μας, ἀνάμεσα εἰς τὸν φλοῖσβον τῆς ἀποθαλασσιᾶς.
Πλέομεν καὶ φθάνομεν πρὸς τὰ ρηχά, εἰς τὴν ἀμμουδιὰν πέρα. Ἐπάνω στὸ μπαλκόνι τῆς ἀκρινῆς οἰκίας τοῦ χωρίου, μεγάλης νεοκτίστου οἰκοδομῆς, ὁ γερο-Χαριστίδης ἔχει ἀνοίξει τὴν πόρταν, καὶ μὲ ἀναμμένον τὸ μακρὸν τσιμπούκι του, κάθηται ἐπὶ θρονίδος, καὶ κοιτάζει ρεμβὸς τὸ πέλαγος. Ὁ γέρων φαλαγγίτης, Μακεδὼν τοῦ παλαιοῦ καιροῦ, ἔχει κτίσει φωλεὰν τώρα εἰς τὸ γῆρας, ἀφοῦ ἐπέρασεν ὅλην τὴν νεότητά του στὸ φτερό. Ἔλαβεν εἰς γάμον τὴν θυγατέρα ἑνὸς ὁμήλικός του, τὴν ὁποίαν εἶχε φιλεύσει πολλάκις κομφέτα καθ᾿ ὃν χρόνον ἐπῆρε τὴν σύνταξίν του, καὶ τώρα ἐκείνη τοῦ ἀποδίδει θάλπος εἰς τὸ γῆρας, καὶ αὐτὸς ἀγάλλεται νὰ εἶναι πατὴρ τῶν ἐγγόνων του. Φορτουνᾶτε σένεξ!
Ἀκόμη μία τελευταία οἰκία, νεόδμητος. Ἄλλος γέρων τὴν ἔχει κτίσει. Ὁ γερο-Μένος, ἡ ζῶσα ἀντίθεσις τοῦ γερο-Χαριστίδη. Ἦτο ἐπὶ σαράντα χρόνια γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἐδῶ· ἐπῆρε σύνταξιν φροντιστοῦ, καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον. Δύο ἢ τρεῖς φορὰς εἶχε κινδυνεύσει νὰ πιασθῇ εἰς τὰ βρόχια τῶν προξενητριῶν, πρεσβύτης ἤδη. Ὕστερον ἐπέστρεψε τὸν ἀρραβῶνα, κ᾿ ἔμεινε μέχρι τέλους ἄγαμος…

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετράδιο 148 * Ἰούλιος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου