Κυριακή 6 Ιουλίου 2014


Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος

Ἀπό αἰῶνες, κάθε χρόνο, τήν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως, ἀρκετοί μοναχοί ἀναχωροῦν ἀπό τήν Μεγίστη Λαύρα μέ ζῶα φορτωμένα μέ τρόφιμα, σκεπάσματα καί λειτουργικά σκεύη καί ἀνεβαίνουν πρός τήν «Ἁγίαν Κορυφήν» τοῦ Ἂθωνος, σέ ὕψος 2.033 μέτρων, ἐπάνω ἀπό τά σύννεφα, ὅπου βρίσκεται ἕνα μικρό παρεκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐκεῖ, τήν ἂλλη μέρα τό βράδυ, θά κάνουν τήν ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν μέ τρόπο παρόμοιο πρός ὅλα τά μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀνεβαίνοντας σιγά-σιγά, ὅπως τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀνέβαιναν μέ τόν Ἰησοῦν «εἰς ὄρος ὑψηλόν», ψάλλουν τούς προεόρτιους ὓμνους στόν ρυθμό τῶν κωδωνίσκων τῶν μουλαριῶν: «Δεῦτε συνανέλθωμεν τῷ Ἰησοῦ ἀναβαίνοντι εἰς τό ὄρος τό ἃγιον…».
Στόν δρόμο, μοναχοί ἀπό διάφορα μέρη τοῦ ρους καί προσκυνηταί ποικίλων ἐθνοτήτων, συνάπτονται μαζί τους, καί αὐτή ἡ πομπή πού συναποτελεῖται ὁμοιάζει τότε μέ τούς Ἑβραίους πού συγκεντρώνονταν ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Παλαιστίνης μαζί μέ τούς προσήλυτους γιά νά ἑορτάσουν εἰς τόν οἶκον Κυρίου εἰς τήν Σιών. «Ἐκεῖ γάρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαί Κυρίου, μαρτυρία τῷ Ἰσραήλ, τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματι Κυρίου».
Αὐτή ἡ «Ἁγία Κορυφή», ἡ ὁποία τακτικά ἐνδύεται μέ λαμπρό χιόνι, πού ἂλλοτε ἀντανακλᾶ τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου καί ἂλλοτε κρύβεται ὑπό τήν νεφέλη, ἦταν προορισμένη νά γίνη «Ὄρος τοῦ φωτός» διότι ἡ ἀρχαία λέξις «αἲθων» σημαίνει: πυρώδης, ἀναλάμπων, ἀστράπτων… Ἡ κορυφή κατέχει μιά ἰδιαίτερη θέση στήν καρδιά τῶν ἁγιορειτῶν. Βλέπουν αὐτό τό ὄρος σάν τόν ἂξονα τοῦ κόσμου, πού ἑνώνει τόν οὐρανό καί τήν γῆ, σάν τόν στῦλον διά τοῦ ὁποίου οἱ προσευχές τους ἀναβαίνουν πρός τόν Θεόν, σάν τό ὑποπόδιον τοῦ Θεοῦ, σάν τήν ἐκλεκτήν κατοικίαν τῆς Παντανάσσης, τῆς «Μητρός τοῦ Φωτός».
Ἀναρίθμητες εἰκόνες ἢ χαλκογραφίες δείχνουν τήν Παναγίαν στόν οὐρανό, πάνω ἀπό τήν χιονισμένη κορυφή τοῦ Ἂθωνος, πού ἐξαπλώνει στόν κόσμο τό Μαφόριόν της, τήν «ἁγίαν Σκέπην» τῆς προσευχῆς της. Ἐκεῖ ἐπίσης, κατά μία ἀρχαία καί ἀδιάρρηκτη παράδοση, οἱ μοναχοί ἀναβαίνουν μερικές φορές γιά ἓνα προσωπικό προσκύνημα, γιά νά προσευχηθοῦν πλησιέστερα πρός τόν οὐρανό καί γιά νά λάβουν ἀπό τόν Θεόν μιά πληροφορία γιά τίς ἀποφασιστικές στιγμές τῆς ζωῆς τους.
Ἐκεῖ, στόν δέκατο αἰῶνα, ἐν ἡμέρᾳ Μεταμορφώσεως, ὁ κτίτωρ τῆς μονῆς τῶν Ἰβήρων, ὅσιος Εὐθύμιος, εἶδε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά ἐξαστράπτει ὡς πῦρ φλέγον ἐνῶ λειτουργοῦσε: «αἴφνης φῶς ἀμέτρητον περιήστραψεν ἃπαντας καί σεισμός ἐγένετο καί ὅλοι ἒπεσαν πρηνεῖς κατά γῆς. Μόνος δέ ὁ μακάριος Εὐθύμιος ἵστατο, φαινόμενος ὡς στῦλος πυρός καί μένων ἀκίνητος πρό τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου». Τέσσερεις αἰῶνες ἀργότερα, ἡ Παναγία ἐμφανίστηκε στόν ἃγιον Μάξιμον τόν Καυσοκαλυβίτην μέσα σέ ἂφθονο θεῖο φῶς καί ἀρώματα, κρατώντας στήν ἀγκαλιά της τόν Κύριον, πού εὐλόγησε τόν ἃγιον καί τόν γέμισε μέ θείαν ἀγαλλίασιν.

Ἐκεῖ ἀκόμα, ὓστερα ἀπό αἰῶνες τέτοιων γεγονότων πού ἒμειναν κρυφά, ὁ Γέρων Ἰωσήφ (†1959), ὁ μέγας ἡσυχαστής καί πραγματικός πατήρ τῆς σημερινῆς ἀναγεννήσεως τῆς παραδόσεως τῆς νοερᾶς προσευχῆς στό Ἃγιον Ὂρος, συνάντησε τόν συνασκητή του, τόν Γέροντα Ἀρσένιον (†1983) καί ἄρχισε τήν ζωή σκληροῦ ἀγῶνος καί περιπλανήσεως στίς κλιτῦς τοῦ Ἄθωνος.
Καί ἀπό τήν κορυφήν αὐτήν, μία μέρα, πού εἶχε φθάσει στήν ἀπελπισία, μία λαμπρή ἀκτίνα φωτός ἐξήστραψε καί μπῆκε στήν καρδιά του. Καί ἀπό τότε, ὅπως σ’ ἓνα Θαβώρ, ὁ νοῦς του δέν σταμάτησε νά μένει διαρκῶς μέ τόν Ἰησοῦν ἑνωμένον μέσα στήν καρδία του.
Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ διήγησις ὅτι ἑπτά ἀσκηταί ζοῦν σ’ αὐτά τά ὕψη γυμνοί καί ἄγνωστοι καί διατηροῦν διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀπό γενεά σέ γενεά, τήν μυστική παράδοση τῆς ἀσκήσεως καί τῆς θεωρίας.
Μῦθος ἤ ἀλήθεια, ἡ διήγησις αὐτή δείχνει ἀκριβῶς πόσο κεντρική εἶναι ἡ θέσις τῆς «Ἁγίας Κορυφς» στήν συνείδηση καί στήν ζωή τῶν ἁγιορειτῶν. Γι’ αὐτό τό μικρό παρεκκλήσι τῆς Μεταμορφώσεως καί δίπλα του ὁ πελώριος σιδερένιος σταυρός, πού στέκονται σ’ αὐτόν τόν στενό βράχο, ἔχουν μιά ἰδιαίτερη συμβολική ἀξία καί δείχνουν, σάν δυό σημεῖα, στόν οὐρανό καί στόν κάτω κόσμο, τά δυό χαρακτηριστικά τῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία εἶναι βίωσις τοῦ σταυροῦ, ἐκουσία καί ἀδιάλειπτη συμμετοχή στό πάθος τοῦ Κυρίου, καί εἶναι ταυτόχρονα ἡ ὁδός τῆς θεώσεως, μιά ζωή μέσα στό φῶς τῆς ἐσχατολογικῆς δόξης, πού ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός, γιά μιά στιγμή, στούς Ἀποστόλους του, πάνω στό ὂρος Θαβώρ.
Ὅπως ὁ Κύριος ἀνέβηκε στό ὄρος «κατ’ ἰδίαν» μέ τούς ἐκλεκτούς Μαθητές γιά νά προσευχηθεῖ, ἔτσι καί οἱ μοναχοί, ἀπαρνούμενοι τόν κόσμο, ζοῦν στόν Ἂθωνα «ἐν ἡσυχίᾳ καί προσευχῇ», ζοῦν ἐδῶ καί τώρα, μέσα στό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ Ἂθως εἶναι γιά αὐτούς Θαβώρ, προτύπωσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Στήν δύση τοῦ Βυζαντίου, ὅταν ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἁγιορείτης καί μέγας διδάσκαλος τοῦ θείου φωτός, ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν οὐμανιστῶν γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν ἡσυχαστῶν καί τήν ὑποστήριξη τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας περί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου — δηλαδή τς πραγματικς συμμετοχς του στήν ζωή τοῦ Θεοῦ διά μέσου τς κτίστου χάριτος— τό θέμα τῆς Μεταμορφώσεως καί τῆς φύσεως τοῦ Θαβωρίου φωτός βρισκόταν στό κέντρο τῆς διαμάχης.
Σ’ ὅλα τά ἒργα τους, ὁ ἃγιος Γρηγόριος καί οἱ ὁμόφρονές του, κάνουν ἀναρίθμητες ἀναφορές σ’ αὐτό τό θεῖο γεγονός καί δείχνουν ὅτι ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου, ὡς πρότυπον τῆς δικῆς μας θεώσεως, εἶναι κατ’ ἐξοχήν ἡ ἑορτή τοῦ μοναχισμοῦ, ἡ πανήγυρις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γιά χρόνια ὁ ἃγιος Γρηγόριος εἶχε ζήσει στούς πρόποδες τοῦ Ἂθω, στήν Μ. Λαύρα, καί ὡς ἡσυχαστής στό ὑψηλότερα εὑρισκόμενο κελλίον τοῦ ἁγίου Σάββα.


Γι’ αὐτόν, ὃπως καί γιά κάθε σύγχρονο ἁγιορείτη, ὁ Ἂθως ταυτίζεται μέ τό Θαβώρ καί μέ κάθε «ὂρος τοῦ Θεοῦ», ὅπου ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στούς ἀνθρώπους. Γιά αὐτούς εἶναι καί Ὄρος Σιών, καί ὂρος Σινά, ὂρος Κάρμελ, ὂρος τῶν Ἐλαιῶν καί ὂρος τοῦ Γολγοθᾶ.
Εἶναι ἐπίσης παρόμοιο μέ ὅλα τά «ἅγια ὂρη» ὃπου ὁ Κύριος κατοίκησε «ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» «ἐν συναγωγῇ θεῶν», ὅμοιο μέ τό ὂρος τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθαν οἱ πρῶτοι ἁγιορεῖτες, μέ τό ὂρος τοῦ Λάτρου, μέ τό ὂρος τοῦ Γάνου, μέ τό βουνό τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου και μέ ὃλα τά ἒνδοξα μοναστικά Κέντρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μέ τά ἃγια ὂρη τῆς Ἑλλάδος, καί παραλληλίζεται τέλος μέ τό ὂρος τοῦ Ὀλύμπου – τῆς ἀρχαίας κατοικίας τοῦ δωδεκαθέου.
Συγγενεύει μέ τούς ἱερούς βράχους τῶν Μετεώρων, ὃπου στόν πιό ψηλό βράχο βρίσκεται κτισμένο μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως, μέ τά ὂρη τῆς Πελοποννήσου, τῆς Μακεδονίας, τῶν Καρπαθίων, τῆς Σερβίας, τῆς Ἀρμενίας μέ τό σεβαστό Ἀραράτ, τά Καυκάσια ὂρη, μέ τά ὂρη τῆς Ρωσσίας καί μέ τό μικρό «Ἅγιον ὂρος» τοῦ ἁγίου Σεραφείμ στό δάσος τοῦ Σαρώφ, μέ τό Μοnte Cassino τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, μέ τό ὂρος τοῦ Μερκουρίου —φρούριο τῶν βυζαντινῶν ἀσκητῶν στήν Καλαβρία— καί μέ ὃλα τά ἃγια ὂρη τῆς ὀρθοδόξου Δύσεως.
Ὁ Ἂθως ταυτίζεται λοιπόν μέ ὃλα αὐτά τά ὂρη πού ἒγιναν Θαβώρ, γιά τούς μοναχούς ὃλων τῶν αἰώνων, καί πού «μεταναστεύουν ἐκεῖ ὡς στρουθία».
Σ’ αὐτήν τήν νύχτα, μέσα στό στενό παρεκκλήσι, ὃπου μόνον λίγα πρόσωπα μποροῦν νά χωρέσουν, ἐνῶ οἱ ἂλλοι προσπαθοῦν νά ζεσταθοῦν λιγάκι δίπλα στή μεγάλη φωτιά πού καίγεται ἀπ’ ἒξω, οἱ φωνές τῶν ψαλτν γίνονται σάλπιγγες τῆς Ἐκκλησίας, πού νακηρύττουν στόν κόσμο τό μήνυμα τοῦ ϊδίου φωτός.

Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Τετράδιο 150 * Σεπτέμβριος 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου