Κυριακή 13 Ιουλίου 2014


Ἡ πιό ὡραία ἀκολουθία τῆς ζωῆς μου
Σ’ ἕνα φτωχικό σπιτάκι στά περίχωρα τοῦ Ντιβέγεβο συνάντησα κάτι, πού δέ θά μποροῦσα νά φανταστῶ οὔτε στά πιό φωτεινά μου ὄνειρα. Εἶδα τήν Ἐκκλησία, τήν ἀκατάβλητη καί ἀνίκητη, πού μένει πάντα νέα καί ζεῖ τόν Προνοητή καί Σωτήρα Θεό μέ εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Τότε ἀκριβῶς ἄρχισα νά καταλαβαίνω τή μεγάλη δύναμη τῶν τολμηρῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ!».
Στήν πιό ὡραία καί ἀξέχαστη ἀκολουθία τῆς ζωῆς μου δέν βρισκόμουν σέ κάποιο μεγαλοπρεπῆ καθεδρικό ναό, οὔτε σέ ναό δοξασμένο ἀπό τήν πατίνα τῆς ἀρχαιότητας, ἀλλά στό περιφερειακό κέντρο Ντιβέγεβο, στό σπίτι τῆς ὁδοῦ Λιεσνάγια, ἀριθμός 16. Γιά τήν ἀκρίβεια δέν ἦταν κάν σπίτι. Ἦταν ἀποθήκη κατοικημένη…
Ὅταν πρωτοπῆγα ἐκεῖ μέ τόν π. Βονιφάτιο, εἶδα ἕνα δωματιάκι μέ ὑπερβολικά χαμηλή ὀροφή καί μέσα ἐκεῖ δέκα γερόντισσες, τρομερά… ἀρχαῖες! Ἡ πιό νέα ἦταν τουλάχιστον πάνω ἀπό 80 ἐτῶν. Καί ἡ μεγαλύτερη εἶχε ξεπεράσει τά 100. Ὅλες φοροῦσαν ἁπλά γεροντικά ροῦχα, συνηθισμένα μαντήλια. Οὔτε ράσα, οὔτε μοναχικές καλύπτρες, οὔτε κουκούλια. Μά τί μοναχές ἦταν αὐτές; «Ἔ, ἁπλές γιαγιάδες», θά σκεφτόμουν, ἄν δέν ἤξερα ὅτι αὐτές οἱ γερόντισσες ἦταν μερικές ἀπό τίς πιό γενναῖες γυναῖκες τοῦ καιροῦ μας, ἀληθινές ἀσκήτριες, πού εἶχαν περάσει στίς φυλακές καί τά στρατόπεδα χρόνια καί δεκαετίες. Καί παρ’ ὅλες τίς δοκιμασίες, εἶχαν πολλαπλασιάσει στήν ψυχή τους τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωση στόν Θεό.
Συγκλονίστηκα, ὅταν μπροστά μου ὁ πατήρ Βονιφάτιος, αὐτός ὁ σεβάσμιος ἀρχιμανδρίτης, ὁ οἰκονόμος τῶν ναῶν τῶν πατριαρχικῶν καταλυμάτων τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σεργίου, ὁ ἄξιος καί γνωστός στή Μόσχα πνευματικός, γονάτισε μπροστά σ̉ αὐτές τίς γερόντισσες καί τούς ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια! Γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, δέν πίστευα στά μάτια μου. Ὁ ἱερέας σηκώθηκε κι ἄρχισε νά εὐλογεῖ τίς γερόντισσες, πού τόν πλησίαζαν μέ τή σειρά κουτσαίνοντας ἀδέξια. Ἡ χαρά τους γιά τόν ἐρχομό του ἦταν ὁλοφάνερη.
Ὅσο ὁ πατήρ Βονιφάτιος καί οἱ γερόντισσες ἀντήλλασσαν χαιρετισμούς, ἐγώ ἔριχνα ματιές τριγύρω. Στούς τοίχους τοῦ δωματίου μπροστά στίς εἰκόνες μέ τίς ἀρχαῖες κορνίζες, ἔκαιγαν θαμπά καντήλια. Μία εἰκόνα ἀμέσως μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Ἦταν μία μεγάλη, ὑπέροχης αἰσθητικῆς, εἰκόνα, τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Τό πρόσωπο τοῦ γέροντος ἔλαμπε μέ τέτοια καλοσύνη καί θέρμη, ὥστε δέν ἤθελα νά πάρω τά μάτια μου ἀπό πάνω του. Ἡ εἰκόνα αὐτή, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, εἶχε  ἁγιογραφηθεῖ γιά  τόν  νέο ναό τοῦ Ντιβέγεβο, πού δέν πρόλαβαν νά ἐγκαινιάσουν πρίν τήν ἐπανάσταση, καί εἶχε ἀπό θαῦμα σωθεῖ ἀπό τή βεβήλωση.
Ἐκείνη τήν ὥρα ἄρχισαν νά προετοιμάζονται γιά τήν ἀγρυπνία. Ἡ ἀναπνοή μου σταμάτησε, ὅταν οἱ μοναχές ἄρχισαν νά βγάζουν ἀπό τίς μυστικές τους κρυψῶνες τά αὐθεντικά ἀντικείμενα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, καί νά τά τοποθετοῦν μέ προσοχή πάνω στό κακοφτιαγμένο τραπέζι. Ἐδῶ βρίσκονταν τό ἐπιτραχήλιο τοῦ ὁσίου, ὁ βαρύς σιδερένιος σταυρός του μέ τίς ἁλυσίδες, ἕνα δερμάτινο γάντι, τό παμπάλαιο τσίγκινο δοχεῖο, ὅπου ὁ γέροντας τοῦ Σάρωφ ἑτοίμαζε τό φαγητό του. Μετά τήν ἐρήμωση τοῦ μοναστηριοῦ τά κειμήλια αὐτά περνοῦσαν ἐπί δεκαετίες ἀπό χέρι σέ χέρι, ἀπό τή μία ἀδελφή τοῦ Ντιβέγεβο στήν ἄλλη.
Ὁ πατήρ Βονιφάτιος φόρεσε τά ἄμφιά του κι ἔκανε τήν ἐναρκτήρια ἐκφώνηση. Οἱ μοναχές ἀμέσως ζωήρεψαν κι ἄρχισαν νά ψάλλουν.
Τί θαυμάσιος, τί ἐξαίσιος χορός ἦταν ἐκεῖνος!
«Ἦχος πλάγιος τοῦ δευτέρου! Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου!», ἐκφώνησε μέ τραχειά, βραχνή γεροντική φωνή ἡ μοναχή πού κανοναρχοῦσε. Ἦταν 102 ἐτῶν. Εἶχε περάσει σχεδόν 20 χρόνια σέ φυλακές καί ἐξορίες.
Κι ὅλες οἱ μεγάλες γερόντισσες ἄρχισαν νά ψάλλουν μαζί της:
«Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου! Εἰσάκουσόν μου, Κύριε!».
Δέν ὑπάρχουν λόγια γιά νά περιγράψουν ἐκείνη τήν ἀκολουθία. Τά κεριά ἔκαιγαν. Ὁ ὅσιος Σεραφείμ κοίταζε ἀπό τήν εἰκόνα μέ τήν ἀπέραντα ἀγαθή καί σοφή ματιά του. Οἱ ἐκπληκτικές μοναχές ἔψαλαν σχεδόν ὅλη τήν ἀκολουθία ἀπ̉  ἔξω. Κάπου-κάπου μονάχα ἔριχνε κάποια ἀπ̉  αὐτές μία ματιά στά χοντρά βιβλία, μέσα ἀπό ἕναν τεράστιο μεγεθυντικό φακό μέ ξύλινη λαβή. Ἔτσι ἔκαναν τίς ἀκολουθίες στά στρατόπεδα, στίς ἐξορίες, κι ἔπειτα ἐδῶ, στό Ντιβέγεβο, μετά τήν ἐπιστροφή τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν πιά στίς φτωχικές καλύβες ἀπόμερα τῆς πόλης.
Ὅλα ἦταν συνηθισμένα γι̉ αὐτές, μά ἐγώ πραγματικά δέν μποροῦσα νά καταλάβω ἄν βρισκόμουν στόν οὐρανό ἤ στή γῆ.
Αὐτές οἱ γερόντισσες εἶχαν τέτοια πνευματική δύναμη, τέτοια προσευχή, τέτοια ἀνδρεία, τέτοια πραότητα, καλοσύνη καί ἀγάπη, τέτοια πίστη, πού ἀκριβῶς τότε, σ̉ ἐκείνη τήν ἀκολουθία, κατάλαβα ὅτι αὐτές θά νικήσουν τά πάντα. Καί τήν ἄθεη ἐξουσία μέ ὅλη τή δύναμή της καί τήν ἀπιστία τοῦ κόσμου καί τόν ἴδιο τόν θάνατο, πού τόν κοίταζαν ἄφοβα.

π. Τύχων Σεβκούνωφ


Τετράδιο 154 * 'Ιανουάριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου