Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014


Ὁ γερο Χαράλαμπος ὁ «Κομποσχοινᾶς»
Γνωρίσαμε τόν γερο Χαράλαμπο τόν «Κομποσχοινᾶ», ὅπως τόν ἔλεγαν ὅλοι στό Ὄρος, τή δεκαετία τοῦ ’90. Ψηλός καί λίγο καμπουριαστός γέροντας -λεβεντόγερος! - καί πάντα χαμογελαστός... Ὅποτε καί νά τόν ἔβλεπες κομποσχοίνι ἔπλεκε! Εἴτε μέρα εἴτε νύχτα! Εἶχε τόσο ἐξασκηθεῖ πού δέν χρειαζόταν νά κοιτᾶ γιά νά τραβήξει τά κορδονάκια κατά τό πλέξιμο τοῦ κομποσχοινιοῦ· ὅσοι ξέρουν νά πλέκουν καταλαβαίνουν τί δύσκολο πού εἶναι... Λίγες οἱ κουβέντες του, συνήθως ἀμίλητος. Μετρημένος καί προσεκτικός, ποτέ δέν νομίζω νά μάλωσε ἤ νά προσέβαλε κανέναν. Ἐκεῖνο πού τόν χαρακτήριζε πάντως ἦταν ἡ ὑπερβολική ἁπλότητα! Μά τόσο ἁπλός πού ἔλεγες μήπως σέ...κοροϊδεύει!
Μιά μέρα πήγαμε στό κελλί του νά τόν ἐπισκεφθοῦμε μέ ἕναν ἄλλον ἀδελφό. Κατεβήκαμε ἕνα δρομάκι στριφτό καί ξάφνου ἀκούσαμε τή χαρακτηριστική φωνή του: «Σιγά μή μοῦ χαλάσετε τόν κῆπο!» Κοίταξα δεξιά–ἀριστερά....ποῦ εἶναι ὁ κῆπος; Καί κατάλαβα! Μέσα στό μονοπάτι εἶχε ρίξει ὁ εὐλογημένος κουκιά τά ὁποῖα -παραδόξως- φύτρωσαν καί εἶχαν βγεῖ κάτι...χαμένα κουκάκια, πού οὔτε τά ’βλεπες. Ὁ...κῆπος! Τά ἔτρωγε δέ πάντα ὠμά. Ὅταν φτάσαμε στό κελλί του ψάξαμε νά τόν βροῦμε. Καλά, ἀπό ποῦ ἦρθε ἡ φωνή του; Τελικά τόν ἀνακαλύψαμε μέσα σέ μιά τρύπα στή γῆ πού εἶχε σκάψει καί ξάπλωνε μέ τά πόδια λίγο ψηλότερα γιατί εἶχε φλεβίτη, πλέκοντας βέβαια πάντα κομποσχοίνι.
-Τί κάνεις ἐδῶ Γέροντα;
-Ἔ, νά, κάθομαι ἐδῶ πού ἔχει δροσιά....Καλώς ἤλθατε! Νά σᾶς κεράσω....
Σηκώθηκε μέ δυσκολία καί μπῆκε στό καλύβι του. Μετά ἀπό λίγο γύρισε κρατώντας ἕνα ἄθλιο πλαστικό μπώλ μέ κάτι λουκούμια πού, ὅπως συμπέρανα σέ λίγο πού προσπάθησα νά δαγκώσω ἕνα, πρέπει νά τά εἶχε ἀρκετές...δεκαετίες.
-Ὡραῖα! Τώρα νεράκι...
Μπῆκε πάλι μέσα καί γύρισε κρατώντας κάτι κονσερβοκούτια ἀπό καλαμάρια πού παλαιά μᾶς ἔδιναν «τράνζιτα» (ἀφορολόγητα) καί τά λέγαμε «Πορτόλες» γιατί ἡ μάρκα λεγόταν «Πορτόλα». Στό πλάι τοῦ καλυβιοῦ του ὑπῆρχε ἕνα λάστιχο, τό ξεβίδωσε στήν ἕνωση καί ἔτρεξε νερό. Ξέπλυνε τά κονσερβοκουτάκια καί ἔβαλε φρέσκο νεράκι νά μᾶς κεράσει.
-Ὁρίστε! Καλώς ἤλθατε πατέρες μου!
Κοίταξα μιά τό κουτάκι καί μιά τόν ἀδελφό πού πήγαμε μαζί...Μέσα στό κουτάκι ὑπῆρχε ἕνα στρῶμα ἀκαθορίστου χρώματος στόν πᾶτο καί τά τοιχώματα μέχρι ἕνα ὕψος... Ὁ ἀδελφός χαμογέλασε καί τό ἤπιε λέγοντας «τό κέρασμα τῆς ἐρήμου εὐλογημένε!». Ἐγώ δέν τά κατάφερα, τό ὁμολογῶ! Τό ἔχυσα δίπλα μέ τρόπο... Πῶς ζοῦσε ἐκεῖ ὁ εὐλογημένος, γέρος ἄνθρωπος... Μέσα τό καλυβάκι του δέν εἶχε σκεπή παρά μόνο στήν μία πλευρά, ἡ ἄλλη πλευρά ἦταν ἐκτεθειμένη στή βροχή.
-Καλά, τί κάνεις γέροντα ὅταν βρέχει;
-Εὐλογημένε, τό ἔχω τό κρεβάτι μου ἀπό τήν ἄλλη μεριά, δέν βλέπεις;
Τό καλούμενο «κρεβάτι», ἕνα ξύλινο κατασκεύασμα στο ταβάνι σχεδόν κολλητό, γιά νά τό πιάνει ἡ ζέστη, ὅπως ἔλεγε ὁ καλοκάγαθος γέρων. Ὅσο γιά ζέστη... μιά σόμπα μικροῦ μεγέθους πού γέμιζε ἀπό πάνω. Γιά νά βάλει τά μεγάλα ξύλα μέσα τά σκέπαζε μέ ἕναν...γκαζοντενεκέ γιά νά μεγαλώσει ὁ χῶρος τῆς σόμπας! Ἔλεγες βέβαια καλύτερα πού δέν ἔχει σκεπή τό καλύβι γιατί σίγουρα θά εἶχε σκάσει ἀπό τούς καπνούς ὁ γερο Χαράλαμπος...
Τό γοῦστο εἶναι πού ἦταν καί ἐφευρετικός ἀλλά καί πρωτοπορειακός! Ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀγόρασε ἀλυσοπρίονο στό Ὄρος. Καί ἐπειδή τοῦ εἶπαν νά προσέχει μήπως βρεῖ ἡ ἀλυσίδα καί τιναχθεῖ καί τόν κόψει τί μηχανεύθηκε; Ἔπιασε καί φόρεσε στά χέρια καί τά πόδια του μπουριά ἀπό σόμπες καί δυό φύλλα λαμαρίνας στό στῆθος καί τήν πλάτη. Σάν τόν Ρόμποκοπ ἦταν!
Ὅταν ἔμενε στήν Σκήτη Κουτλουμουσίου πήγαινε στό Κυριακό γιά τήν λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Παλιά δέν ἄναβαν σόμπες στούς Ναούς στό Ἅγιον Ὄρος. Αὐτός ὁ καϋμένος κρύωνε καί ἐπειδή δέν ἄντεχε τόσες ὧρες, τυλιγόταν πάνω ἀπό τό ράσο μέ μια κουβέρτα, χωρίς νά ἐνδιαφέρεται πού τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί καί προσκυνητές, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ βγάλουν τό παρατσοῦκλι «Ἀββᾶς Σινδόνιος».
Ἡ πιό ἀξιομνημόνευτη ὅμως ἱστορία του ἦταν ὅταν τοῦ ζήτησε ἕνας μοναχός τό κελλί πού εἶχε καί ἔμενε δίπλα στό Πρωτᾶτο, στίς Καρυές. Ἀμέσως δέχθηκε νά τοῦ τό δώσει ἐνῶ ἦταν ἤδη γέρος καί ὅδευε στά ὀγδόντα. Τοῦ τό παρέδωσε καί πῆγε νά μείνει σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο Σταυρονικητιανό κελλί στήν ἕρημο τῆς Καψάλας. Ἕνα πρωϊνό στήν πλατεία τῶν Καρυῶν ἀκούστηκε ἕνας παρατεταμένος θόρυβος σάν νά κυλοῦσαν ντετζερέδες... Βγαίνουν ἔξω ἀπό τά καταστήματα πατέρες, μαγαζάτορες καί προσκυνητές καί τί νά δοῦν! Ὁ γερο Χαράλαμπος, ἀπαθέστατος, ἔπλεκε κομποσχοίνι, ἔχοντας δέσει στήν μέση του ἕνα σχοινί πού τραβοῦσε πίσω του ὅλη του τήν πραμάτεια! Μιά κατσαρόλα, πιό πίσω ἕνα μπρίκι, μετά τό κουτί μέ τίς χάντρες γιά τά κομποσχοίνια, ἕνα σκαλιστήρι καί πάει λέγοντας...

Ὅσα χρήματα ἔβγαζε ἀπό τά κομποσχοίνια συνήθως τά μοίραζε, εἴτε σέ μοναχούς πού δυσκολεύονταν εἴτε στά παιδάκια τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς... Ἀπό τήν πολλή του ἁπλότητα παρεσύρθη κάποτε καί ἀκολούθησε τούς ζηλωτές ἀλλά κατάλαβε τό λάθος του καί ἐπέστρεψε στήν Ἐκκλησία. Στό τέλος τῆς ζωῆς του γηροκομήθηκε ἀπό τούς καλούς πατέρες τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, ἀπό ὅπου καί ἀνεχώρησε γιά τόν οὐρανό τό 1998. Χάσαμε ἕναν παλαιό Ἁγιορείτη, γνήσιο ἐκφραστή τῆς Ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως τοῦ «λάθε βιώσας». Ἄγνωστος μεταξύ πάντων, μέ χαρά καί χαμόγελο βίωνε τήν ἁπλότητα τῆς ἄλλης βιοτῆς... Νἄχουμε τήν εὐχή του...

Τετράδιο 129 * Νοέμβριος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου