Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014


Συνέντευξη μέ ἕναν ποιητή
πό τί πάσχουμε κυρίως; πό μιά μόνιμο, πλήρη καί κακοήθη συμφωνία μεταξύ το πνεύματος τς κάστοτε γεσίας μας καί το «θους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό το λληνικο λαο στό σύνολο του! Ατή συμφωνία δέν εναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εναι μως μιά ατία πού ξηγε λες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, το τόπου ατο. πό τήν μέρα πού γινε λλάδα κράτος ως σήμερα, ο πολιτικές πράξεις θά λεγε κανένας τι σχεδιάζονται καί κτελονται ρήμην τν ντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τν δανικν πού εχε διαμορφώσει λληνισμός μέσα στήν γιή κοινοτική του ργάνωση καί στήν παράδοση τν μεγάλων γώνων γιά τήν νεξαρτησία του. φωνή  το  Μακρυγιάννη δέν χει χάσει, οτε σήμερα κόμη, τήν πικαιρότητά της.
Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός, κατά κανόνα, ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν! 
Καί δέν χω ντίρρηση νά τό ξαναπ φανερά καί πιό ντονα: νας πό τούς κυριότερους παράγοντες τν «παρεκκλίσεων» τς γεσίας πό τό θος το λαο μας, εναι κ το φανος καί κ τν ξω «προστατευτική» κατεύθυνση. ποτέλεσμα καί ατό τς πώλειας το ρματος, τς «παράδοσης». ντιλαμβάνομαι τι στήν ποχή μας λληλεξάρτηση τν θνοτήτων εναι τόση, πού πολιτική δέν μπορε ν᾿ γνοήσει, ς ναν βαθμό, ατό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμότητα». μως, πάρχει τεράστια διαφορά νάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Ατό εναι τό πιό εαίσθητο σημεο το λληνικο λαο, «τό τιμιώτατόν του»! Καί ατό το καταπατον συνεχς, κατά τόν ξοργιστικότερο τρόπο, ο κπρόσωποί του στήν πίσημη διεθν σκηνή!
Κι κενο πού ξέρω εναι τι μ᾿ ατά καί μ’ ατά φτάσαμε σέ κάτι πού θά μο πιτρέψετε νά νομάσω «ψευδοφάνεια». χουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκς διαφορετικοί π’ ,τι πραγματικά εμαστε. Καί δέν πάρχει σφαλέστερος δρόμος πρός τήν ποτυχία, ετε σάν τομο σταδιοδρομες ετε σάν σύνολο, πό τήν λλειψη τς γνησιότητας. Τό κακό πάει πολύ μακριά. λα τά διοικητικά μας συστήματα, ο κοινωνικοί μας θεσμοί, τά κπαιδευτικά μας προγράμματα, ρχς γενομένης πό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο πό ξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν πως πως πάνω σ᾿ να σμα μέ λλες διαστάσεις καί λλους ρους ναπνος.
Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, λλωστε, ατά γώ πού, σ᾿ ναν τομέα πως δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν νάγκη τς πικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεμα, καί πού σήμερα μέ μπιστοσύνη ποβλέπω στή διαμόρφωση νός νιαίου ερωπαϊκο σχήματος, που νά χει τή θέση της λλάδα. Μέ τή διαφορά τι μηχανισμός τς φομοιώσεως τν στοιχείων τς προόδου πρέπει νά λειτουργε σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ναπτυγμένη παιδεία.ν σ’ μς, χι μόνον δέν λειτουργε σωστά, λλά δέν πάρχει κν μηχανισμός ατός γιά νά λειτουργήσει!
Καί μέ τή διαφορά κόμη τι, κτός πό λάχιστες ξαιρέσεις, γετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τς λληνικς παιδείας, χει μαρα μεσάνυχτα! Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ντυπα πού κδίδει δια, πού προτιμ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα που κατοικε, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της πέναντι στή ζωή. Οτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; πό τά πρτα διαβάσματα πού θά κάνει να παιδί ς τά διάφορα στοιχεα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοστο του, μιά συνεχής καί διάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε λλο!
Θά μο πετε: εσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα πό τή μεριά πού σέ ποννε. χι, καθόλου! Καί νά μο πιτρέψετε νά πιμείνω. λα τά λλα κακά πού θά μποροσα νά καταγγείλω – λλειψη οσιαστικς ποκεντρώσεως καί ατοδιοικήσεως, λλειψη προγραμματισμο γιά τήν πλουτοπαραγωγική νάπτυξη τς χώρας, κόμη καί τρόπος μέ τόν ποο σκεται ξωτερική μας πολιτική– εναι ζητήματα βαθύτερης λληνικς παιδείας! πό τήν ποψη τι μόνον ατή μπορε νά προικίσει ναν γέτη μέ τήν παραίτητη εαισθησία πού χρειάζεται γιά νά νστερνιστε, καί ντιστοίχως νά ποδώσει, τό θος το λαο. Γιατί ατός λαός, πού τήν ννοιά του τήν χουμε παραμορφώσει σέ σημεο νά μήν τήν ναγνωρίζουμε, ατός χει φτιάξει ,τι καλό πάρχει – ν πάρχει κάτι καλό σ᾿ ατόν τόν τόπο! Καί ατός, στίς ρες το κινδύνου, καί στό πεσμα τς συστηματικς ττοπαθείας τν ρχηγν του, αρεται, χάρη σ᾿ ναν όρατο, ελογημένο μηχανισμό, στά ψη πού παιτε τό θαμα! σο, λοιπόν, καί ν εναι λυπηρό, πρέπει νά τό π: λληνισμός, γιά τήν ρα τουλάχιστον, πέτυχε ς γένος, λλ᾿ πέτυχε ς κράτος! Καί παρακαλ νύχτα μέρα τόν Θεό καί τό μέλλον νά μέ διαψεύσουν.
Σέ μιάν αθεντική ναβίωση τς γιος κοινοτικς ργανώσεως το λαο μας δέν εναι δυνατόν πιά νά λπίζουμε – λίμονο! κατόν τριάντα καί πλέον τη χρησίας εναι ρκετά γιά ν᾿ τροφήσουν κόμη καί ο πιό ζωντανοί θεσμοί. στόσο, πάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση το προβλήματος, καί ατό σαφς πρός τήν πλευρά τς ατοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αστηρή της ννοια. Δέν εμαι ρμόδιος βέβαια νά σς προτείνω σχέδια. Θά θελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: μία εναι τι κάθε πόπειρα πρός τήν κατεύθυνση ατή θά πρέπει νά βασιστε στή φυσική καί στορική διαίρεση τς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί χι στή θεωρητική τς γεωοικονομίας, πως κουσα νά ποστηρίζεται πό πολλούς. Θά εναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστον ο ψυχολογικοί παράγοντες, πό τούς ποίους πολλές φορές ξαρτται τό μεγαλύτερο μέρος της πιτυχίας. λλη παρατήρηση εναι τι τά μεγάλα ατά διαμερίσματα (μέσα στά λληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ποδιαιρεθον σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί πό τήν παρχία, μέ ρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ,τι φορ τή γεωργία. Γιατί πρτος ντικειμενικός σκοπός εναι νά λυτρωθε πολίτης πό τό «ταμπού» τς ξουσίας! Καί θά λυτρωθε μόνον ν χει τρόπο νά παρακολουθε πό κοντά πο καί πς ξιοποιονται ο θυσίες του, οκονομικές καί λλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται πό να μακρινό καί όρατο Φάντασμα.                                                                                           
Ἐφημερίς Ἐλευθερία 15.6.1958                                                   
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετράδιο 148 * Ἰούλιος 2012

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014


Οἱ πρόκριτοι τοῦ λαοῦ

Ὁ Παναγιώτης Κρεββατᾶς, τόν ὁποῖον διάσημοι ὁπλαρχηγοί βλέποντες μακρόθεν ἐρχόμενον, «ὁ ἄρχοντας, ἔλεγον, ἔρχεται» καί μετά σεβασμοῦ ὄρθιοι τόν ὑπεδέχοντο, ἀποθανῶν ἀφῆκε τήν σύζυγόν του ἄπορον, διότι τόν πλοῦτον του ἐδαπάνησε καί αὐτός ἀφειδῶς εἰς τάς ἀνάγκας τῆς πατρίδος. Τοῦ Κρεββατᾶ λοιπόν ἡ σύζυγος λαμβάνει σύνταξιν 20 μόνον δραχμῶν κατά μήνα. Ὁποία ὕβρις κατά τοῦ παρελθόντος…
Σέκερης καί Λεβέντης, ἡ προσωποποιημένη αὕτη δυάς τοῦ ἀκραιφνοῦς πατριωτισμοῦ, ἐθυσίασαν περιουσίαν κολοσσιαίαν διά τῆς πατρίδος τήν ἀπελευθέρωσιν καί ὅμως αἱ χῆραι καί τά ὀρφανά τῶν σπανίων τούτων ἀνδρῶν διάγουσιν ὡς δουλοπάροικοι ἐντός τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος, μή ἔχοντα οὐχί πέντε στρέμματα γῆς, οὐχί καλύβην ἀλλ’ οὐδ’ ἄρτον. Εἰς τήν αὐτήν δέ κατηγορίαν εὑρίσκονται καί αἱ χῆραι καί τά ὀρφανά τοῦ Λυκούργου, τοῦ Θ. Δεληγιάννη, τοῦ Περούκα, τοῦ Ἰω. Βλάχου, τοῦ Μακρῆ, τοῦ Κεφάλα, τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ καί τοσούτων ἄλλων διασήμων ἀγωνιστῶν.
Συμφέρει βεβαίως εἰς τινάς νά λησμονήσωμεν τό παρελθόν ἡμῶν, ὅπερ ὅμως ἀδύνατον. Χειμών δριμύς ἦτο, ὅτε κατά τό 1822 παρεδόθη ἡ Ἀκροκόρινθος, πλεῖστα δέ λάφυρα περιῆλθον εἰς χεῖρας ἡμῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων πολλαί βαρύτιμοι μηλωταί. Ἔτρεμεν ἐκ τοῦ ψύχους ὁ διάσημος τῆς Πελοποννήσου ὁπλαρχηγός Παναγιώτης Γιατράκος καί ἀντί νά θέση ἐπί τῶν ὤμων του μίαν τῶν μηλωτῶν ἐκείνων, ἔγραψεν εἰς τήν οἰκογένειάν του, ἥτις τῷ ἀπέστειλε μίαν παλαιοκαζάκαν.
Παραδόξως ἐφάνη καί εἰς τόν Γαβριήλ Ἀμανίτην καί εἰς τόν Γεώργιον Σπυρίδωνος (τόν ἐκ δυσπραγίας παραφρονήσαντα καί ἀποβιώσαντα πρό τινός χρόνου ἐνταῦθα) καί εἰς τόν Ἠλίαν Μπισπίκην καί εἰς αὐτόν ἔτι τόν ἀγορεύοντα, νεανίαν τότε, ἡ τοιαύτη τοῦ στρατηγοῦ διαγωγή· ἐρωτώμενος δέ περί ταύτης ἔλεγε: «Ἀδελφούλια μου, ἐν ὅσω ἔχω φορέματα εἰς τό σπίτι μου οἰκονομοῦμαι· ὅταν δέ τελειώσουν, ἄς εἶναι καλά ἡ Πατρίς».
Ναί, ἀείμνηστε στρατηγέ Γιατράκε, ἡ πατρίς εἶναι καλή διά τούς μή μετασχόντας τῶν ἀγώνων σου, ἀλλ’ ἡ σύζυγός σου πολλάκις νῆστις ἐκοιμήθη, ἡ θυγάτηρ σου οὐδέ ἕν στρέμμα ἔλαβε διά προίκα, ὁ υἱός σου ἔχει πρό πολλοῦ ὡς ἐνέχυρον τήν πολύτιμον σπάθην, τήν ὁποίαν παρά τοῦ Κιαμήλεπεκ ἔλαβες…
Περί τόν Μάρτιον, νομίζω τοῦ 1825, παρουσιάσθη ἀνάγκη νά ἐκκινήση ἀμέσως ὁ ἑλληνικός στόλος κατά τοῦ Ἰμπραήμ Πασᾶ. Συνῆλθον τότε ἐν τῷ μοναστηρίω οἱ μεγάθυμοι οἰκοκυραῖοι τῆς Ὕδρας καί ἀπεφάσισαν νά συνεισφέρουν καί τά τελευταία τάλληρά των πρός ἐκκίνησιν τοῦ στόλου, τέσσαρες δέ χιλιάδες ταλλήρων ἀνελογίσθησαν εἰς τόν γέροντα Τσαμαδόν :
«Ἀδελφοί, εἶπε τότε εἰς τούς ἄλλους, τάλληρα πλέον δέν μοί ἔμειναν, διότι ὅσα εἶχα τά ἐδαπάνησα (εἶχε δαπανήσει διά τόν Ἀγῶνα 150.000 τάλληρα)· ἔχω ὅμως τήν ζωήν μου ἀκόμη καί ἰδού ἐπιβαίνω τοῦ πλοίου μου ὡς ναύτης».
Καί ταῦτα εἰπῶν, ἐκίνησε τρέμοντας πόδας ὁ γηραιός οἰκοκύρης τῆς Ὕδρας, ὅπως θυσιάσει διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος ὅ,τι εἰσέτι τῷ ἔμενε: τήν ζωήν του αὐτήν…
Τούτου δέ ὁ υἱός Λάζαρος ἐλθῶν εἰς Ἀθήνας διά νά ζητήση περίθαλψιν παρά τῆς κυβερνήσεως καί μή εἰσακουσθείς κατέβη πεζός εἰς Πειραιᾶ, διότι καί τῆς δραχμῆς ἐστερεῖτο δι’ ἀγώγιον, καί μεταβάς εἰς Ὕδραν δωρεάν διά τινός ὑδραϊκοῦ πλοιαρίου αὐτεχειριάσθη ὁ δύσποτμος !
Εἷς ἐκ τῶν πρώτων οἰκοκυραίων τῆς Ὕδρας, ὁ Θεόδωρος Γκίκας, προσήνεγκεν ὅλην αὐτοῦ τήν χρηματικήν κατάστασιν, συνισταμένην εἰς 900.000 δραχμάς εἰς τάς ἀνάγκας τῆς πατρίδος· καί λέγω ὅλην, διότι μετά τόν θάνατον αὐτοῦ ἡ σύζυγος ἐπεκαλέσθη τῆς κυβερνήσεως τήν συνδρομήν καί μή εἰσακουσθεῖσα κατέφυγεν εἰς τήν εὐεργετικήν ἀρωγήν τῶν ἑπτά ὀρνίθων της, τῶν ὁποίων τά ὠά πωλοῦσα ἠγόραζεν τόν ἄρτον τῆς ἡμέρας, ὁ δέ Παπαμιχαλάκης, ὁ ἱερεύς τῆς ἐνοριακῆς της ἐκκλησίας, ἡ Ἀνάληψις, συνήθροιζεν ἐπ’ ὀνόματί της κατά Κυριακήν διά τοῦ δίσκου ὀλίγα λεπτά, ἅτινα ἔδιδεν εἰς τήν χήραν τοῦ βαθυπλούτου Γκίκα, ἕως οὗ ἡ δυσπραγία καί ἡ λύπη ἔδωκαν τέλος εἰς τά βάσανά της.
Μιλτιάδης Χουρμούζης, βουλευτής Φθιώτιδος

Ἀποσπάσματα ἀπό ἀγόρευσή του στή Βουλή τῶν Ἑλλήνων τό 1855

Τετράδιο 132 * Φεβρουάριος 2011

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014


Πόλεμος καί εἰρήνη

Ὁ Γερμανός συγγραφέας καί ποιητής Ἔρχαρτ Κέστνερ ἔκανε τήν ἑξῆς ἐξομολόγηση :
«Στά 1952 πῆγα, γιά πρώτη φορά μετά τόν πόλεμο, στήν Ἀθήνα. Ἡ γερμανική πρεσβεία, ὅταν ἄκουσε πώς εἶχα πρόθεση νά πάω στήν Κρήτη, μοῦ συνέστησε, ἐπειδή ἦταν πολύ νωρίς ἀκόμα, καί οἱ πληγές ἀπό τή γερμανική κατοχή ἀνεπούλωτες, νά λέω πώς εἶμαι Ἐλβετός. Ἀλλά ἐγώ τούς ἤξερα τούς Κρῆτες.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶπα πώς ἤμουν Γερμανός καί ὄχι μόνο δέν κακόπαθα, ἀλλά ξανάζησα παντοῦ ὅπου πέρασα τή θρυλική κρητική φιλοξενία.
Ἕνα σούρουπο, καθώς ὁ ἥλιος βασίλευε, πλησίασα τό γερμανικό νεκροταφεῖο, ἔρημο, μέ μόνο σύντροφο τίς τελευταῖες ἡλιαχτίδες. Ἔκανα ὅμως λάθος. Ὑπῆρχε ἐκεῖ καί μία ζωντανή ψυχή, ἦταν μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Μέ μεγάλη μου ἔκπληξη τήν εἶδα νά ἀνάβει κεριά στούς τάφους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ πολέμου καί νά πηγαίνει μεθοδικά ἀπό μνῆμα σέ μνῆμα. Τήν πλησίασα καί τή ρώτησα. «Εἶστε ἀπό ἐδῶ;» «Μάλιστα». «Καί τότε γιατί τό κάνετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί σκότωσαν τούς Κρητικούς».
Ἡ ἀπάντηση πού μοῦ ἔδωσε μόνο στήν Ἑλλάδα θά μποροῦσε νά δοθεῖ.
«Παιδί μου, ἀπό τήν προφορά σου φαίνεσαι ξένος καί δέν θά γνωρίζεις τί συνέβη ἐδῶ στά ΄41 μέ ΄44. Ὁ ἄντρας μου σκοτώθηκε στή μάχη τῆς Κρήτης κι ἔμεινα μέ τόν μονάκριβο γιό μου. Μοῦ τόν πῆραν οἱ Γερμανοί ὅμηρο στά 1943 καί πέθανε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στό Σαξενχάουζεν.
Δέν ξέρω ποῦ εἶναι θαμμένο τό παιδί μου. Ξέρω ὅμως πώς ὅλα τοῦτα ἦταν τά παιδιά μιᾶς κάποιας μάνας, σάν κι ἐμένα. Καί ἀνάβω ἕνα κεράκι στή μνήμη τους, ἐπειδή οἱ μάνες τους δέν μποροῦν νά 'ρθουν ἐδῶ κάτω. Σίγουρα μία ἄλλη μάνα θά ἀνάβει τό καντήλι στή μνήμη τοῦ γιοῦ μου... »

Τετράδιο 132 * Φεβρουάριος 2011

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014


Διάλογος μέ ἕναν ἄπιστο

ΑΠΙΣΤΟΣ: Κοιτάξτε. Κι ἐγώ παραδέχομαι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί μεγάλος ἐπαναστάτης, ἀλλά μήν τόν κάνουμε καί Θεό τώρα.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Ἄχ παιδί μου, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄπιστοι τῆς ἱστορίας ἐκεῖ σκάλωσαν. Τό ψαροκόκκαλο πού τούς κάθισε στό λαιμό καί δέν μποροῦσαν νά τό καταπιοῦν ἦταν αὐτό ἀκριβῶς. Τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός. Ἀλλά ἄν ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, τότε πρόκειται γιά τήν ἀπαισιωτέρα μορφή τῆς ἱστορίας.
ΑΠ.: Τί εἴπατε;
ΓΕΡ.: Αὐτό πού ἄκουσες. Γιά σκέψου πόσα ἑκατομμύρια ἀνθρώπων θυσίασαν τά πάντα γιά χάρι Του, ἀκόμα κι’ αὐτή τή ζωή τους. Ποιός ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλος, ὅσο σπουδαῖος, ὅσο σοφός κι ἄν ἦταν, θά ἄξιζε αὐτή τήν μεγάλη προσφορά καί θυσία; Ποιός; Πές μου. Αὐτός τήν ἄξιζε, γιατί εἶναι Θεός.
ΑΠ.: Καί ποιός μπορεῖ νά τό βεβαιώση αὐτό;
ΓΕΡ.: Σοῦ εἶπα καί προηγουμένως ὅτι τά πειστήρια τῆς Θεότητός Του εἶναι τά ὑπερφυσικά γεγονότα πού συνέβησαν, ὅσον καιρό ἦταν ἐδῶ στήν γῆ. Ἀλλά, πρίν ἀναφερθῶ  σ’ αὐτά, πρέπει νά παραδεχθῆς ὅτι ὁ Χριστός ἔταμε τήν Ἱστορία. Πές μου. Ποιός τόλμησε ποτέ νά εἰσχωρήση στίς ἱερώτερες σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί νά πῆ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος, καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»;. Τόλμησε ποτέ κανείς νά διεκδικήσει ὑπέρ αὐτοῦ τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πάνω καί ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή τους; Κανείς καί πουθενά. Μόνο ἕνας Θεός θά μποροῦσε νά τό κάνη αὐτό. Φαντάζεσαι τόν δικό σας τόν Μάρξ νά ἔλεγε κάτι τέτοιο; Ἤ θά τόν περνοῦσαν γιά τρελλό ἤ δέν θά βρισκόταν κανείς νά τόν ἀκολουθήση.
Πές μου ἀκόμη. Ποιός τόλμησε ποτέ νά πῆ ὅτι «ΕΓΩ εἶμαι ἡ ἀλήθεια καί ΕΓΩ εἶμαι ἡ ζωή;» Καί δέν ἠρκέσθη μόνον νά πῆ αὐτά πού εἶπε, ἀλλά ἐπεκύρωσε τούς λόγους Του μέ πλῆθος θαυμάτων: Ἔκανε τυφλούς νά βλέπουν, παράλυτους νά περπατοῦν, ἔθρεψε μέ δύο ψάρια καί πέντε ψωμιά πέντε χιλιάδες ἄνδρες καί πολλαπλάσιες γυναῖκες καί παιδιά, διέτασσε τά στοιχεῖα τῆς φύσεως καί αὐτά ὑπήκουαν, ἀνέστησε νεκρούς, ὅπως τόν Λάζαρο, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά μυρίζη. Μείζων δέ πάντων τῶν γεγονότων τούτων, ἡ Ἀνάστασίς Του. Ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίζεται στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτό δέν τό λέω ἐγώ. Τό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν». Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ὅλα καταρρέουν. Ὁ Χριστός ὅμως ἀνέστη, πού σημαίνει ὅτι εἶναι Κύριος της Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου, ἄρα Θεός.
ΑΠ.: Ἐσεῖς τά εἴδατε ὅλα αὐτά; Πῶς τά πιστεύτετε;
ΓΕΡ.: Ὄχι, ἐγώ δέν τά εἶδα. Ἀλλ’ αὐτοί πού τά εἶδαν, δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι, τά ἐβεβαίωσαν καί προσυπέγραψαν αὐτήν τήν μαρτυρία τους μέ τό αἷμα τους. Ἡ μαρτυρία τῆς θυσίας τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὕψιστη μαρτυρία. Φέρε μου καί σύ κάποιον, πού νά μοῦ πῆ ὅτι ὁ Μάρξ πέθανε καί ἀνέστη καί νά πεθάνη γι’ αὐτό πού λέει καί ἐγώ θά τόν πιστέψω, ὡς τίμιος ἄνθρωπος.

ΑΠ.: Νά σᾶς πῶ. Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν καί πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Γιατί δέν ἀσπάζεσθε καί σεῖς τόν μαρξισμό;
ΓΕΡ.: Τό εἶπες καί μόνος σου. Οἱ μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά γεγονότα. Σέ μία ἰδεολογία ὅμως εἶναι πολύ εὔκολο νά ὑπεισέλθη πλάνη. Ἐπειδή δέ εἶναι ἴδιον της ἀνθρώπινης ψυχῆς νά θυσιάζεται γιά κάτι πού πιστεύει, ἐξηγεῖται γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ἰδεολογία τους. Αὐτό δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά τήν δεχθοῦμε σάν σωστή. Ἄλλο νά πεθαίνης γιά ἰδέες καί ἄλλο νά πεθαίνης γιά γεγονότα.
Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως δέν πέθαναν γιά ἰδέες. Οὔτε γιά τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε γιά τίς ἄλλες ἠθικές διδασκαλίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι πέθαναν μαρτυροῦντες ὑπερφυσικά γεγονότα. Καί ὅταν λέμε γεγονός, ἐννοοῦμε ὅ,τι ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις μας καί γίνεται ἀντιληπτό ἀπ’ αὐτές. Οἱ Ἀπόστολοι ἐμαρτύρησαν «δι’ ἅ ἀκηκόασι καί ἐθεάσαντο καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν». Καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης αὐτό ἀκριβῶς λέγει: «ὁ ἐωρακώς μεμαρτύρηκε», δηλαδή ἐγώ ὁ ἴδιος πού γράφω αὐτά, ἐγώ ὁ ἴδιος εἶδα τόν ἑκατόνταρχο νά λογχίζη τήν πλευράν Του καί νά ἐξέρχεται αἷμα καί νερό ἀπό αὐτήν.
Ὁ Πασκάλ κάμνει ἕναν πολύ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ὅτι μέ τούς Ἀποστόλους συνέβη ἕν ἐκ τῶν τριῶν: Ἤ ἠπατήθησαν ἤ μᾶς ἐξηπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια. Ἄς πάρουμε τήν πρώτη ἐκδοχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δέν τά ἔμαθαν ἀπό ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καί αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέμματα; Ἀλλά γιατί νά μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θά κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τά μόνα πού ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πείνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους ἀπό ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καί τέλος τόν θάνατον. Κι’ ὅλα αὐτά γιά ἕνα ψέμμα;
Καί κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τούς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ἤ ὁραματιστές φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων, πού περίμεναν τήν εὐκαιρία νά κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τήν φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν καί τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τίς οἰκογένειές τους. Γι’ αὐτό καί μετά τήν σταύρωση τοῦ Κυρίου, παρά τά ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί ἰδῆ, ἐπέστρεψαν στά πλοιάριά τους καί στά δίκτυα τους. Δέν ὑπῆρχε σ’ αὐτούς οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως γιά ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νά γίνουν. Καί μόνον μετά τήν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ δάσκαλοι τῆς οἰκουμένης. Ἄρα δέν εἶχαν λόγο νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι. Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
Γέρων Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τετράδιο 147 * Ἰούνιος 2012

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014


Τό καλοκαίρι

Ὅλα τά πῆρε τό καλοκαίρι
τ' ἄγρια μαλλιά σου στήν τρικυμία
τό ραντεβού μας ἡ ὥρα μία.
Ὅλα τά πῆρε τό καλοκαίρι
τά μαῦρα μάτια σου τό μαντίλι
τήν ἐκκλησούλα μέ τό καντήλι.
Ὅλα τά πῆρε τό καλοκαίρι
κι ἐμᾶς τούς δύο χέρι μέ χέρι.
*
Ὅλα τά πῆρε τό καλοκαίρι
μέ τά μισόλογα τά σβησμένα
τά καραβόπανα τά σχισμένα.
Μές στίς ἀφρόσκονες καί τά φύκια
ὅλα τά πῆρε τά πῆγε πέρα
τούς ὅρκους πού ἔτρεμαν στόν ἀέρα.
Ὅλα τά πῆρε τό καλοκαίρι
κι ἐμᾶς τούς δύο χέρι μέ χέρι.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετράδιο 147 * Ἰούνιος 2012

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014


Το τρελλό νερό

Μιά φορά, λέγει ὁ μύθος, ἤτανε ἕνας σουλτάνος, καλός καί δίκιος, κι εἶχε ἕναν βεζύρη, πού ἤτανε κι αὐτός καλός καί δίκιος, κι ἤτανε κι ἀστρολόγος. Μία μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου πώς εἶδε κάποια σημάδια στόν οὐρανό πώς θά βρέξει στόν κόσμο ἕνα νερό τρελλό καί πώς ὅποιος τό πιεῖ αὐτό τό νερό, θά τρελλαίνεται. Καί πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε στήν ἐπικράτειά τους θά τό πιοῦνε καί θά χάσουνε τά λογικά τους καί δέν θά νοιώθουνε πιά τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστό καί τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλό καί τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καί τί εἶναι ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκιο καί τί εἶναι ἄδικο.
Σάν τ' ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ Σουλτάνος, γυρίζει καί λέγει στόν βεζύρη: «Ἀφοῦ θά τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νά κοιτάξουμε νά μήν τρελλαθοῦμε κ' ἐμεῖς, γιατί ἀλλοιῶς πῶς θά τούς κρίνουμε μέ δικαιοσύνη;». Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης πώς ὁ λόγος του εἶναι σωστός καί πώς θά 'πρεπε νά προστάξει νά μαζέψουνε ἀπό τό καλό νερό πού πίνανε καί νά τό φυλάξουνε μέσα στίς στέρνες, γιά νά μήν πίνουνε ἀπό τό χαλασμένο καί κρίνουνε παλαβά κι ἄδικα, μά δίκια, ὅπως ἔχουνε χρέος.
Ἔτσι κ' ἔγινε. Σέ λίγον καιρό ἔβρεξε στ' ἀλήθεια, καί τό νερό ἤτανε νερό τρελλό καί τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί δέν γνωρίζανε οἱ καϋμένοι τί τούς γίνεται, κι εἴχανε τό ψεύτικο γιά ἀληθινό, τό κακό γιά καλό, τό ἄδικο γιά δίκιο. Μά ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπό τό καλό νερό πού εἴχανε φυλαγμένο καί δέν τρελλαθήκανε, ἀλλά κρίνανε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη.
 Μά ὁ κόσμος τά ‘βλεπε ἀνάποδα καί δέν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπό τήν κρίση τοῦ σουλτάνου καί τοῦ βεζύρη, καί φωνάζανε πώς τούς ἀδικοῦνε, καί κοντεύανε νά σηκώσουνε ἐπανάσταση.
Μετά καιρό, σάν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τό κουράγιο τους, καί λέγει ὁ σουλτάνος στό βεζύρη: «Τοῦτοι οἱ φουκαράδες ἀληθινά χάσανε τά φρένα τους καί τά βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε μπορεῖ καί νά μᾶς σκοτώσουνε ἐπειδή θέλουμε νά τούς κρίνουμε μέ δικαιοσύνη γιά νά εὐτυχήσουνε. Τό λοιπόν, βεζύρ ἐφέντη, ἄιντε νά χύσουμε τό καλό νερό ἀπό τίς στέρνες καί νά πιάσουμε νά πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπό τό τρελλό νερό, νά γίνουμε σάν κι αὐτούς, καί τότε θά μᾶς καταλαβαίνουνε καί θά μᾶς ἀγαπᾶνε».
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοί ἀπό τό παλαβό νερό καί τρελλαθήκανε καί κρίνανε τρελλά κι ἄδικα κι ὁ κόσμος ἀπόμενε εὐχαριστημένος καί πολυχρονίζανε τόν σουλτάνο.

Φώτης Κόντογλου

Τετράδιο 147 * Ἰούνιος 2012