Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014


Ἔλαφος ἐπί νάματι καὶ θηρευταὶ
Ἔλαφός τις διψῶσα κατῆλθεν ἐπί τινα πηγὴν τοῦ ὕδωρ πιεῖν. Ἰδοῦσα δὲ ἐν τῷ ὕδατι τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ὁμοίωμα, τῇ μὲν τῶν ποδῶν λεπτότητι ἀπηρέσκετο, τῇ δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο. Ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον. Καὶ καθ᾿ ὅσον μὲν ἐπὶ τῆς πεδιάδος ἔτρεχε τῶν διωκόντων ὑπερεγίνετο, φθάσασα δὲ εἰς ἕλος ἀπροσδοκήτως εἰσελθεῖν, τῶν αὐτῆς κεράτων τοῖς κλάδοις συμπλακέντων, ὑπὸ τῶν διωκόντων καταλαμβάνεται καὶ στενάξασα ἔφη:
«Οἴμοι τῇ ταλαιπώρῳ, ὅτι ἐφ᾿ οἷς ἀπηρεσκόμην ὑπ᾿ αὐτῶν μᾶλλον διεσῳζόμην, οἷς δὲ ἐνεκαυχώμην, ὑπ᾿ αὐτῶν δὴ καὶ ἀπόλλυμαι».

Οὗτος δηλοῖ ὡς οὐ χρή τινα τῶν ἐν ἑαυτῷ ἐπαινεῖν, εἰ μὴ τὰ εὔχρηστα καὶ ἐπωφελῆ.

Ἕνα ἐλάφι διψασμένο κατέβηκε στὸ ποτάμι καὶ καθὼς ἔσκυβε νὰ ξεδιψάσει, εἶδε στὸ νερὸ τὸ εἵδωλό του. Τά πόδια του τοῦ φάνηκαν πολύ λεπτά καὶ ντράπηκε. Ἀντίθετα, θαύμασε τὰ μεγάλα κέρατά του.
Ξαφνικά, ἐμφανίστηκαν κυνηγοὶ κι ἄρχισαν νὰ τὸ καταδιώκουν. Τὸ ἐλάφι, ὅσο ἔτρεχε στὴν πεδιάδα, τοὺς ξέφευγε. Κάποτε ὅμως, ἔφτασε σ᾿ ἕνα βάλτο καὶ προσπαθώντας νὰ τὸν περάσει, πιάστηκαν τὰ κέρατά του σὲ κάτι κλαδιὰ. Τὴν ὥρα που τὸ γράπωναν οἱ κυνηγοί, στέναξε καὶ εἶπε:
«Τί ἔπαθα, τὸ δύστυχο! Μ᾿ ἔσωσε ντροπή μου, γιὰ νὰ μὲ σκοτώσει τὸ καύχημά μου».


Ὁ μύθος λέει πὼς δὲν πρέπει νὰ παινευόμαστε παρά μόνο γιὰ ὅ,τι χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο διαθέτουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου