Σάββατο 2 Μαΐου 2015


Ἡ ἐλευθερία τῆς παράδοσης
Δέν θέλω νά σᾶς κουράσω, γιατί ὅλοι περάσαμε αὐτή τή μεγάλη νύχτα, πού ἔγινε φυσικά μικρή μέ τή χάρη τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τή βοήθεια τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, στήν ἐκκλησία μέσα. Συγχρόνως νομίζω ὅτι κάθε φορά πού πάει νά πεῖ κανείς μερικά λόγια στό Ἅγιον Ὅρος, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι καί περιττά, γιατί μόνη της ἡ σιωπή μιλᾶ στόν ἱερό μας Τόπο.
Θυμᾶμαι ἕναν ἐπισκέπτη πού εἶχε πεῖ κάποτε: «Μά τί κάνετε τόση ὥρα μέσα στήν ἐκκλησία; Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς περνᾶτε τόσες ὧρες, κοιμᾶστε; Ἐγώ δέν μπορῶ νά καθήσω ἄπραγος. Θέλω κάτι νά κάνω, ἀλλοιῶς θά μέ πιάσουν τά νεῦρα μου». Κι ἔτσι πού τά ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τόν δικαιολογοῦσα. Δέν εἶχα ὅμως ἐκείνη τή στιγμή νά τοῦ πῶ κάτι. Μετά ἀπό λίγες μέρες μπαίνοντας στήν ἐκκλησία ἔνοιωσα τήν ἀπάντηση: Λέω, οἱ ἁγιορεῖτες μπαίνουν μέσα στήν ἐκκλησία. Κάνουν τό σταυρό τους. Προσκυνοῦν τίς εἰκόνες. Κάθονται στό στασίδι. Καί ἁπλῶς μένουν μέσα στήν ἐκκλησία. Σάματι τί κάνει τό μωρό πού εἶναι μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του; Δέν κάνει ἀπολύτως τίποτα, ἀλλά ἁπλῶς μένει μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του, καί συνέχεια αὐξάνει. Κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στή μήτρα τῆς μάνας μας. Καί βλέπομε ὅτι οἱ σχέσεις πού ἔχομε μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέσεις ὀργανικές. Καί μπορεῖ νά κάθεται κανείς μουγκός. Νά φαίνεται ὅτι δέν κάνει τίποτα. Ἤ νά φαίνεται ὅτι λέει συνέχεια τά ἴδια πράγματα. «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον…» Ἤ νά φαίνεται ὅτι μέ τά τεριρέμ κάποιον νανουρίζει. Ἤ ὅτι ἁπλῶς ἀναβοσβήνει τά καντήλια. Καί ὅμως οὐσιαστικά γίνεται μέ ὅλα αὐτά κάτι πάρα πολύ μεγάλο καί πάρα πολύ γερό.
Ἔτσι καταλαβαίνομε, γινόμενοι Ἁγιορεῖτες, τήν παραβολή πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Νοιώθει κανείς ὅτι, ζώντας μέσα στό Ἅγιον Ὅρος, μπαίνοντας μέσα σέ μία ἀκολουθία ἁγιορείτικη, γίνεται ἕνα κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς. Νοιώθει ἀθόρυβα καί διαρκῶς, νά ἔρχωνται ζωοπάροχοι χυμοί στό κλῆμα αὐτό ἀπό βαθειές ρίζες. Καί τοῦτο εἶναι τό μεγάλο πού ἔχομε ἐδῶ: οἱ βαθειές ρίζες, ἡ Παράδοση.
Ὅταν ἕνας ψάλτης Ἁγιορείτης ψάλλει, κάνει κάτι πολύ σπουδαῖο. Καί δέν ἐκτιμᾶ κανείς αὐτόν πού ψάλλει καλά, ἀλλά αὐτόν πού εἶναι Ἁγιορείτης. Μακάρι νά κραυγάζει, νά κάνει παραφωνίες. Εἶναι καλλίτερες αὐτές οἱ ἁγιορείτικες παραφωνίες ἀπό τίς κοσμικές ἁρμονίες. Γιατί ὅταν ψάλλει ἕνας Ἁγιορείτης ψάλτης, δέν ψάλλει αὐτός μόνος. Δέν διατυπώνει μία ἄποψη δική του μέ μουσικούς φθόγγους. Φτάνει δι’ αὐτοῦ ἡ φωνή μίας παραδόσεως μακρᾶς, καί ἡ ἐλευθερία πού τοῦ χάρισε ἡ ὑπακοή στήν παράδοση αὐτή.
Καί δέν εἶναι μόνο οἱ ψάλτες πού ψάλλουν «ξένως». Ψάλλουν καί οἱ Ἅγιοι πού δέν μιλοῦν καί εἶναι παρόντες μαζί μας. Ψάλλουν καί τά γεροντάκια τά ὁποία βρίσκονται ἐδῶ. Ὁ γέροντας μοναχός πού σιγά-σιγά ἔσυρε τά βήματά του γιά νά ἀσπαστεῖ τό ἅγιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἀναστασίας.
Ἔτσι λοιπόν νοιώθομε, ὅπως εἶπε ὁ Γέροντάς σας, αὐτή τή μεγάλη εὐλογία πού ἔχομε νά βρισκόμαστε στό Ἅγιον Ὅρος. Νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἅγια μήτρα τῆς μητέρας μας τῆς Ἐκκλησίας. Τί μεγάλο πράγμα εἶναι αὐτό!
Καί ὅταν καθόμαστε στήν ἀγρυπνία καί ἀγρυπνοῦμε καί μᾶς δίδει τή χάρη ὁ Θεός, ἐκείνη τήν ὥρα ἡ ἀνάσα ἡ βαθειά πού παίρνομε, φέρνει παράκληση πού φθάνει «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν». Αὐτή ἡ ἴδια παράκληση καί ἡ ἀγαλλίαση οὐσιαστικά φθάνει καί εἰς πάντας τούς ἀδελφούς μας τούς ταλαιπωρημένους, τούς δυσκολεμένους, τούς βασανισμένους, πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο. Ὁπότε ζώντας ἐμεῖς σωστά μέσα ἐδῶ καί εὐγνωμονώντας τόν Κύριο, ἀληθινά κηρύττομε καί βοηθοῦμε ὅλους τους ἄλλους. «Ἕν σῶμα ἐσμέν οἱ πολλοί».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου