Τρίτη 18 Ιουλίου 2017


Εἰς τὸν θάνατον Ἀλέξη Λεβιδιώτη
Τρεῖς περδικοῦλες κάθουνται στόν Νούδημο στή βρύση.
Ἡ μιά τηράει τό Σταχτερό, ἡ ἄλλ’ τό μοναστῆρι
κι ἡ τρίτη ἡ καλύτερη μοιρολογᾶ καί κρένει: 
Πολλή τουρκιά μᾶς πλάκωσε στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο.
Ἦρθαν ἐπάνου στή Βοπρειά, στή Βρύση, τόν Νενίνο.
Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναῖκες μέ τούς ἄντρες.
Πήρανε στάνες πρόβατα καί βρικολιά γελάδια.
Κι’ Ἀλέξης ὁπού τ' ἄκουσε πολύ τοῦ βαρυφάνη
καί τοῦ σεΐζη μίλησε καί τοῦ τσαούζη λέει:
Σεΐζη σέλωσ’ τ' ἄλογο καί βάλ’ του και τό γκέμι.
Καί σύ τζαούση Νικολό μάζω τά παληκάρια
γλήγορα γιά νά πιάσουμε στή Βρύση, στόν Νενίνο.
Μᾶς ἦρθαν Τοῦρκοι περισσοί πεζούρα καί καβάλα.
Μᾶς σκλάβωσαν τ’ ἀδέρφια μας, πῆραν τά πράμματά μας.
Καί τότε ξεκινήσανε ν’ ἀπό τό μοναστῆρι
καί βιαστικά κατέβηκαν στοῦ Λεβιδιοῦ τόν κάμπο
καί καταπιάστ’ ὁ πόλεμος μές στοῦ Βλαντᾶ ‘πού κάτου.
Πολλά γιουρούσια κάμανε ν’ οἱ Τοῦρκοι στούς Ρωμαίους
καί βάσταξαν τόν πόλεμον ὡς τό μεσημεράκι.
Κι’ Ἀλέξης μ’ ἄλλους δεκοχτώ χωρίζει ἀπ’τούς ἄλλους.
Τραβάει πέρ’ ἀπ’ τήν Μπαλιά ὅλο τό καταράχι
γιά νά τούς πιάσει ἀπό μπροστά ποὔταν στενός ὁ τόπος.
Μπροστά καρτέρι τοὔχανε στῆς Κώσταινας τή λάκκα
Ἀσκέρι ταχτικού στρατοῦ ὅλο στραβαραπάδες
καί τά ταμποῦρλα βάρεσαν. Στή μέση τούς ἐβάλαν.
Πολλά ντουφέκια τοὔριξαν κ’ ἐννιά τόν ἐβαρέσαν.
Καί λαβωμένος πού ἤτανε τἄρματα δέν τά ρίχνει
παρά σκοτώνει ἀλύπητα ὥσπου τόνε σκοτῶσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου