Κυριακή 13 Αυγούστου 2017


Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμὸς
Τήν αὐθεντική ἕνωση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας διασώζουν διαχρονικά οἱ Ἅγιοί μας, Πατέρες καί Μητέρες, δίνοντας στή σύζευξη αὐτή προτεραιότητα στό σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποφεύγοντας ἔτσι τή νόθο συζυγία (αἵρεση). Μέσῳ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων ἡ Ὀρθοδοξία προσέλαβε τόν Ἑλληνισμό χωρίς νά ὑποδουλωθεῖ στό πρόσλημμα. Προσέλαβε ἔτσι τόν ἑλληνικό λόγο, ἀλλά ἀνανοηματοδοτώντας τον καί μεταβάλλοντάς τον σέ ἐκκλησιαστικό λόγο. Αὐτό διακηρύσσει ὁ Ἕλληνας Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ’ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον· ἐπί δέ τῶν νοημάτων πολύ τό μεταξύ» (ἡ ταύτιση περιορίζεται στούς ὅρους, στά νοήματα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά).
Ἐδῶ ἀναδύεται καί τό σκανδαλιστικό γιά τόν μή πλήρως ἐκχριστιανισμένο Ἑλληνισμό τῆς (αἱρετίζουσας παγανίζουσας) διανόησης, ὅτιπαρά τήν πανηγυρική κατάφαση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ὀρθόδοξη θεολόγηση εἶναι συνέχεια τῆς προφητικῆς θεολογικῆς παραδόσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὄχι τῆς ἑλληνικῆς (θεολογοῦσας) σκέψεως, χωρίς βέβαια νά μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ (τουλάχιστον ἀφελῶς) ἑβραϊκή, ἀφοῦ, ὅπως ἐλέχθη, Παλαιὰ Διαθήκη, χριστοκεντρικά θεωρούμενη, ἀνήκει στούς Χριστιανούς καί ὄχι στούς Ἑβραίους.
Ὁ Ἕλλην λόγος, σ’ ὅλο τό πλάτος καί τό δυναμισμό του, γίνεται βασικό ὄργανο ἐκφράσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἡ Ἑλληνική Φιλοσοφία μόνο παιδευτικό χαρακτήρα ἔχει στήν Ὀρθοδοξία· τό περιεχόμενό της μένει τελείως ἔξω ἀπό τή θεολογία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Αὐτό διατυπώνει, συγκεφαλαιώνοντας ὅλη τή σχετική πατερική παράδοση, τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» (9-14ος αἰ.): «Τοῖς τά ἑλληνικά διεξιοῦσι μαθήματα καί μή διά παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλά καί ταῖς ματαίαις αὐτῶν δόξαις ἑπομένοις καί ὡς ἀληθέσι πιστεύουσιν… ἀνάθεμα».
Ἔτσι, μένει ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη – πατερική θεολογία ἡ μυθολογοῦσα ἑλληνική σκέψη, ὁ διονυσιακός αἰσθησιασμός καί γενικά ὅ,τι ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἔνταξή του στήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη. Ἡ ζήτηση ὅμως τῆς ἀλήθειας (παιδεία – ἐπιστήμη), ἡ ἀγάπη πρός τό ὡραῖο (φιλοκαλία), ἡ πολιτική ὡς διευθέτηση τῶν κοινῶν καί γενικά ἡ «ζήτηση τῆς ἀλήθειας», ὡς θεμελιώδης ἑλληνική ἀρετή, καταξιώνονται χριστιανικά καί συνεχίζονται στά πρόσωπα τῶν ἐξ ἴσου Ἑλλήνων, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι, Πατέρων.

Συνείδηση τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς τους ἔχουν ἔντονα ὅλοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες ( Μ. Βασίλειος ἐκαυχᾶτο ὅτι μητέρα του Ἐμμέλεια καταγόταν ἀπό τούς Ἠρακλεῖδες), βλέποντας ὅμως ταυτόχρονα τήν ἑλληνικότητά τους ἀναγεννημένη στήν ἁγιοτριαδική χάρη. Εἶναι ἐντυπωσιακό ὅτι σύγχρονη ἐπιστήμη (Ἀρχαιολογία) ἔχει ἀναθεωρήσει παλαιότερες ἑρμηνεῖες γιά τήν ἀνέγερση χριστιανικῶν . Ναῶν στή θέση ἀρχαίων.
Σήμερα οἱ «βυζαντινοί» ἀρχαιολόγοι στίς περιπτώσεις αὐτές βλέπουν ὄχι διάθεση καταστροφῆς, ἀλλά συνείδηση τῆς συνέχειας ὡς ὑπέρβαση καί εἴσοδο στό βασίλειο τῆς χάρης (χωρίς νά λείπουν φυσικά καί οἱ καταδικαστέες περιπτώσεις ἄλογου φανατισμοῦ καί στίς δύο πλευρές). Ἐκφραστικό καί πρόχειρο γιά μᾶς παράδειγμα: ἡ μικρή μητρόπολη (Ἅγιος Ἐλευθέριος) δίπλα στή Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν. Πλάκες μέ ἀρχαῖες παραστάσεις ἀπό τόν ἀρχαῖο ναό σώζονται ἐμφανέστατα, περιγεγραμμένες στήν ἐξωτερική ἐπιφάνεια τοῦ χριστιανικοῦ. Ἀκόμη: στήν Καταπολιανή τῆς Πάρου ὁ ἀρχαῖος ναός σώζεται κάτω ἀπό τά θεμέλια του χριστιανικοῦ (ἔκφραση τῆς ὑπερβάσεως, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε παραπάνω). Οἱ Χριστιανοί Ἕλληνες πού ἔκτισαν τήν Ἁγιά Σοφιά, ἤξεραν πῶς οἱ πρόγονοί τους εἶχαν κτίσει τόν Παρθενώνα!
Ὁ Ἑλληνισμός στίς θεόνομες καί λυτρωτικές ἀναζητήσεις του δέν ἀπορρίφθηκε. Αὐτό πού ἀποκρούεται ἀπό τούς Ἕλληνες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης Χρυσόστομος κ.λπ.) εἶναι ἡ ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως (μεταφυσική θεολόγηση) ἤ ἡ ἐκνομίκευσή της. Ἀντίθετα, ἐξελληνισμό τοῦ Χριστιανισμοῦ συνιστᾶ ἡ αἵρεση καί ἡ αἱρετίζουσα διανόηση (ἐμμονή στό μή ἀνακαινισμένο ἀνθρώπινο).
Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός ἐκφράζεται μέ τόν ὅρο (ἀπό τόν 4ο αἰ.) Ὀρθοδοξία καί γι’ αὐτό ἱστορικά -ὄχι νομικά- ὁ Ἕλληνας μόνο ὡς ὀρθόδοξος χριστιανός μπορεῖ νά νοηθεῖ. Ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ρῶσος κληρικός τῆς διασπορᾶς, πού ἐντάχθηκε ὅμως ἑκούσια στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (!), καθηγητής τοῦ Χάρβαρντ καί τοῦ Πρίστον, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἄφησε στήν ἐποχή μας δύο ὑπέροχες γιά μᾶς τούς κατά σάρκα Ἕλληνες ὁμολογίες:
α) Ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς αἰωνία κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως· καί
β) δέν μπορεῖ κανείς νά γίνει χριστιανός (ὀρθόδοξος), ἄν δέν γίνει πρῶτα Ἕλληνας.
Ἄν δέν κυριαρχεῖται δηλαδή ἀπό τή «ζήτηση τῆς ἀλήθειας», πού εἶναι τό κύριο στοιχεῖο τῆς Ἑλληνικότητας (Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς).
Σέ τελευταία ἀνάλυση, γιά τόν Ὀρθόδοξο Ἕλληνα ὅλων τῶν αἰώνων αὐτή εἶναι μεγαλύτερη τιμή· καταξίωσή του ἀπό τή Θεία Χάρη, στήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων, γραμμένη στήν Ἑλληνική γλῶσσα, νά διατρανώνει σὅλη τήν κτίση: «Εὕρομεν τήν Ἀλήθειαν»! Ἐν Χριστῷ τό ζητούμενο ἀπό τήν ἑλληνική ψυχή ἔχει τελεσίδικα βρεθεῖ. Γι’ αὐτό ὁ μεγάλος γερμανός Θεολόγος ΑΙ Jeremias ἔλεγε ὅτι, ἄν ὁ Πλάτων συναντοῦσε τόν Χριστό, θά γονάτιζε ἐνώπιόν του, λέγοντας: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»! Ὁ σημερινός παγανιστικός «Ἑλληνισμός» (Julianus Redivivus) —ὅπου ὑπάρχει— δέν εἶναι συνέχεια τοῦ ἀρχαίου, ἀλλά ἄρνησή του. Διότι ἀρνεῖται αὐτό πού ὁ Ἑλληνισμός βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τή σωτηρία.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου