Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Ὁ κὺρ Γιαννακὸς ὁ Σεβίλης
Λέγανε γιὰ τ᾿ Ἀϊβαλὶ πὼς ἔβγαζε τοὺς πιὸ μεγαλόκορμους καὶ τοὺς πιὸ καλοκανωμένους ἄντρες μαζὶ μὲ τὴν Κρήτη. Ἤτανε κι οἱ πιὸ μερακλῆδες στὰ ροῦχα καὶ στὰ φερσίματα. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τοὺς στόλιζε περισσότερο ἤτανε ἡ σεμνότητα κι ἡ εὐσέβεια. Ἔβλεπες παλικάρια θηρία, νὰ στέκουνται στὴν ἐκκλησιὰ μὲ φόβο Θεοῦ, σὰν τὰ μικρὰ τὰ παιδιά. Ἀθῶες ψυχὲς μέσα σὲ κορμιὰ γερά. Καὶ τρία λόγια!
Ὁ πιὸ παλικαρίσιος μαχαλὰς ἤτανε ἡ Κάτω Χώρα. Ἐκεῖ πέρα ἤτανε ἕνα σωρὸ καφενέδες καὶ ταβέρνες, τ᾿ Ἀσημένιου ὁ καφενές, τοῦ Κονταρᾶ, τοῦ Βαγγέλα κι ἄλλοι, οἱ ταβέρνες τοῦ Μπαγιώρη καὶ τοῦ Στριγγάρου. Τὴν Κυριακὴ ἤτανε γεμάτες τέτοιον κόσμο.
Οἱ ταβερνάροι ξεχωρίζανε στὴν παλικαριά, μὰ ἤτανε ἥμεροι στὸ πρόσωπο, γλυκομίλητοι, πλὴν λιγόλογοι καὶ σοβαροί. Νοικοκυραῖοι ἀνθρῶποι, καλοφορεμένοι, μὲ τ᾿ ἄσπρα τὰ πουκάμισα, καλοχτενισμένοι, καλοξουρισμένοι, ἀρχοντικοὶ ἀνθρῶποι. Σὰ νά ῾χανε κάποιο ἀξίωμα. Ἂν τύχαινε νὰ μαλώσουνε τίποτε μουστερῆδες καὶ νὰ τραβήξουνε μαχαίρια, ὁ ταβερνάρης ἔμπαινε στὴ μέση δίχως χειρονομίες καὶ δίχως πολλὰ λόγια καὶ παρευτὺς εἰρηνεύγανε.
Τὸ καλοκαίρι καθόντανε ἀπέξω ἀπὸ τοὺς καφενέδες, καὶ σὰν περνοῦσε κανένας παπάς, βγάζανε τὶς κατσοῦλες τους κι ἀνεσπαζόντανε τὸ χέρι του. Κάθε βράδυ περνοῦσε ὁ Δεσπότης καὶ πήγαινε περίπατο ἴσαμε τὸ Νοσοκομεῖο. Μπροστὰ πήγαινε ὁ καβάης, ὁ Νικόλας ὁ Γιακουπής, καμαρωτός, μὲ τὸ φέσι, μὲ τὰ χρυσὰ τὰ κουμπιά, κι ἀπὸ πίσω ἐρχότανε ὁ Δεσπότης βαστώντας τὸ μπαστούνι μὲ τ᾿ ἀσημένιο τὸ πόμολο, καὶ βλογοῦσε τὸ λαό. Μονομιᾶς σηκωνόντανε ὅλοι ἀπὸ τὶς καρέκλες καὶ στεκόντανε ξεσκούφωτοι, ἴσαμε νὰ περάσει ὁ Δεσπότης.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ δεῖς τὸ μπάρμπα Γιαννακὸ τὸ Σεβίλη, γιὰ νὰ πάρεις μίαν ἰδέα γιὰ τοῦτο τὸ γένος ποὺ σοῦ μιλῶ. Ὄχι γιὰ τὴν παλικαριά, γιατὶ ὁ μπάρμπα Γιαννακὸς ἤτανε νοικοκύρης εἰρηνικὸς καὶ περασμένος, ἀλλὰ γιὰ τὸ μεράκι.
Στὸ μπόγι ἤτανε κανονικός, χοντρούτσικος, μορφοκανωμένος, στρογγυλοπρόσωπος, κοκκινομάγουλος, ὁλοένα γελαζούμενος, μ᾿ ὅλο ποὺ τὅνα τὸ μάτι του ἤτανε βλαμμένο. Τὰ χέρια του ἤτανε φουσκωτὰ σὰν δεσποτικά, τὰ ποδάρια του μικροκανωμένα, ὅπως εἶναι στοὺς περισσότερους ἀνατολίτες. Τὰ ροῦχα του σὰν χυτὰ καθόντανε ἀπάνω του, τὰ γιλέκια του, τὰ σαλβάρια του, οἱ κάρτσες του, ὅλα ζωγραφιστά. Στὸ κεφάλι φοροῦσε ἕνα φέσι τουνεζλίδικο ἴδιο μὲ κορῶνα, καὶ γύρω – γύρω τὸ στολίζανε τἄσπρα κατσαρὰ μαλλιά του, σὰ γλάστρα βασιλικός. Τὰ σαλβάρια του ἤτανε μακρυά, ἴσαμε ἀπὸ πάνου ἀπὸ τ᾿ ἀστραγάλι, καὶ τὸ ζουνάρι του μεταξωτὸ ταράμπουλουζ τρία δάχτυλα στενό, ὅπως συνηθίζανε οἱ νοικοκυραῖοι.
Τὸ καλοκαίρι ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πάγαινε στὸ παζάρι δίχως σάκκο, πάντα κατακάθαρος, μὲ τὸ πουκάμισο καὶ μὲ τὸ γιλέκι. Ἀπὸ τὴ μία τσέπη τοῦ γιλεκιοῦ του κρεμότανε ἡ χρυσὴ καδένα τοῦ ρολογιοῦ του καὶ στὸ λαιμό του τὸ μαῦρο κορδόνι μὲ τὰ ματογυάλια, ποὺ τά ῾χε στὴν ἀπάνω τσέπη.
Τὸ χειμώνα ἔβαζε μία γούνα ἀκριβῆ, δουλεμένη μὲ πολλὴ ψιλοδουλειά. Φοροῦσε τσουράπια κάτασπρα, καὶ στὰ ποδάρια του ἔβαζε κάτι παπούτσια, τὰ λεγόμενα πάπιες, μὲ πατημένη φτέρνα σὰν παντόφλες. Αὐτὰ τὰ παπούτσια τὰ λέγανε πάπιες, γιατί εἴχανε κάτι μύτες πλατιὲς καὶ στρογγυλὲς σὰν τὴ μύτη τῆς πάπιας, καὶ τὶς φορούσανε οἱ γεροντότεροι κι οἱ καλοὶ – καλοί. Καὶ τὰ βάζανε μὲ πατημένη φτέρνα οἱ μερακλῆδες, ἔτσι τὄχανε μανία, νὰ πατᾶνε στὸ λασπωμένο καλντερίμι τὸ χειμώνα καὶ νὰ μὴ λασπώνονται τὰ τσουράπια.
Ὁ μπάρμπα Γιαννακὸς περπατοῦσε ἀλαφρὰ σὰν παλικαράκι. Τὴν πρωτοχρονιὰ πάγαινε νὰ χαιρετίσει στὸν Ἀπάνω Μαχαλᾶ, πρόφταινε ἀπὸ τὰ Ταμπακαριὰ ἴσαμε τὴν Κάτω Χώρα. Πολλὲς φορὲς τὰ καλντερίμια ἤτανε λασπωμένα καὶ γλυτζερά, μολαταύτα οἱ φτέρνες τοῦ μπάρμπα Γιαννακοῦ ἤτανε κατακάθαρες, μὲ τέτοια προσοχὴ καὶ πιδεξοσύνη περπατοῦσε.
Στὴν τσέπη τοῦ γιλεκιοῦ του εἶχε κι ἕνα κουτάκι στρογγυλὸ ἀσημοπλουμισμένο κι ἔβαζε μέσα τὸν ταμπᾶκο του, εἶχε κι ἕνα ἄλλο κουτάκι τεφαρίκι, στὸ ζουνάρι του, κι εἶχε μέσα ἕνα κομμάτι τεμπεσίρι τὸ λεγόμενο κιμωλία. Σὰ τύχαινε νὰ πιτσιλιστεῖ πουθενὰ ἡ κάρτσα του, ὁ μπάρμπα Γιαννακὸς ἀνεσήκωνε τὸ καλαμοβράκι του, ἔβγαζε τὸ τεμπεσίρι καὶ καλλιγραφοῦσε ὅπου λάχαινε νά ῾ναι πιτσιλισμένο τ᾿ ἄσπρο τὸ τσουράπι του.
Στὸν Ἅγιο Γιώργη ἤτανε ἡ ἐνορία του. Ἤτανε μίαν ἐκκλησιὰ πολὺ μεγάλη κι ἀκριβοχτισμένη στ᾿ ὄνομα τ᾿ Ἅγιου Γιώργη τοῦ Χιοπολίτη ποὺ μαρτύρησε στὸ Ἀϊβαλὶ στὰ 1807, σὲ καιρὸ ποὺ ἤτανε παλικάρι ὁ πατέρας τοῦ μπάρμπα Γιαννακοῦ, κι εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὸν ἀποκεφαλισμό του.
Ἴσαμε ποὺ γέρασε, ἔψελνε σὲ κείνη τὴν ἐκκλησιά, ἀριστερὸς ψάλτης. Δεξιὸς ἤτανε ἕνας Γιώργης Ρίνας, ὁ λεγόμενος Τρίφτης, ἐπειδὴς ἤτανε βλογιοκομμένος.
Κάνανε μεγάλο πανηγύρι οἱ Ἀϊβαλιῶτες. Ἀποβραδὺς κουβαλούσανε στὸ παζάρι ἕνα ἀγκωνάρι ματωμένο, μία σαρμουσακόπετρα, στὸ μέρος ποὺ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Γιώργης, κι ὁ κόσμος ἄναβε κεριὰ καὶ τὰ κολλοῦσε σὲ κείνη τὴν πέτρα καὶ στὰ μεγάλα τὰ μανάλια ποὺ τά ῾χε μαστορέψει μὲ πολλὴ τέχνη ὁ Νικόλας ὁ Μπακιρνάκας. Οἱ τοῦρκοι τὰ βλέπανε καὶ δὲ μιλούσανε.
Ἀνήμερα, γινότανε ἡ λειτουργία μὲ μεγάλη κατάνυξη, δὲν ἀπόμνησκε σὲ σπίτι κανένας, μηδὲ μικρὸς μηδὲ μεγάλος, μόνε γέμιζε κείνη ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἀπὸ μέσα κι ἀπόξω. Ὁ Δεσπότης κι οἱ παπάδες ἤτανε δακρυσμένοι, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ μωρὰ κλαίγανε. Κείνη τὴν ἡμέρα, ἀπὸ τὶς ἕντεκα ἐκκλησιὲς πού ῾χε τ᾿ Ἀϊβαλί, μαζευόντανε στὸν Ἅγιο Γιώργη ὅλοι οἱ παπάδες κι οἱ ψαλτάδες. Ἐκειπέρα ἔβλεπες ἑλληνισμὸ καὶ χριστιανωσύνη! Ἐκειπέρα ἀνετρίχιαζε κι ὁ πιὸ ἀναίσθητος ἄνθρωπος, κι ὅποιος ἤθελε νὰ κλάψει, ἐκειπέρα ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ. Νὰ κλάψει καὶ μαζὶ ν᾿ ἀναγαλλιάσει, ὅπως θωροῦσε κεῖνο τὸ μεγαλεῖο πό ῾χει ἡ ὀρθοδοξία, ἡ κατατρεγμένη κι ἡ ματωμένη, κι ἄκουγε εἴκοσι ψαλτάδες καὶ πενήντα κανονάρχους, νὰ ψέλνουνε μία παλικαρίσια ψαλμωδία. Ἀκόμα κι οἱ τοῦρκοι φαινόντανε στεναχωρημένοι, γιατὶ ἤτανε καὶ κεῖνοι γεννημένοι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα, ποὺ μεταδίνει στὰ παιδιά της τὸ πάθος τῆς καρδιᾶς καὶ κείνη τὴ σπλαχνικιὰ ἀθωότητα ποὺ δὲ βρίσκεται σ᾿ ἄλλον τόπο.
Αὐτὰ τὰ πανηγύρια γινόντανε ἀπὸ ἀνθρώπους θλιμμένους, ἀπάνω σὲ μνημούρια ματωμένα. Ἡ ὀρθοδοξία τότες ἤτανε σὰν καὶ κείνη τὴ μάνα τὴ βασανισμένη, ποὺ τὴν πονᾶνε τὰ παιδιά της πιότερο, παρὰ σὰν εἶναι καλοπερασμένη. Ἀγάπη ἀληθινὴ εἶναι μονάχα κείνη ποὖναι πονεμένη ἀγάπη, ἀπάνου σὲ τέτοιαν ἀγάπη θεμελίωσε ὁ Χριστὸς τὴ γλυκιὰ τὴν πίστη του.
Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι βρέχανε τὸ γιατάκι τους μὲ δάκρυα καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ δοξολογούσανε τὸ Θεὸ π᾿ ἀξίωσε ν᾿ ἁγιάσει ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ποὺ ζοῦσε ἴσαμε ψὲς ἀνάμεσά τους, καὶ παράδωσε τὸ κορμί του κουρμπάνι γιὰ τὴν πίστη μας, ὅπως ὁ Χριστὸς παράδωσε τὸ δικό του τὸ κορμὶ γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀληθινὴ τὴν ἀγάπη.
Τὸν Ἅγιο Γιώργη τὸν τυράγνησε ὁ μπόγιας πολλὲς ὧρες καὶ τὸν ἀποκεφάλισε τὰ μεσάνυχτα στὶς 26 Νοεμβρίου 1807. Κανένας δὲν κοιμήθηκε κείνη τὴ νύχτα, κανένας δὲν ἀνάπαψε τὸ κορμί του, κι οἱ ἀρρῶστοι ἀγρυπνούσανε στὸ γιατάκι τους καὶ κλαίγανε καὶ λέγανε «Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον!». Ἀλλὰ κι ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσα χρόνια, κάθε παραμονή, λιγοστοὶ σφαλούσανε μάτι, κι ὁ καιρὸς ἤτανε πάντα μπουρινιασμένος καὶ κλαμμένος κείνη τὴν ἡμέρα.
Ἀφοῦ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο ἤτανε κατανυχτικὴ κείνη ἡ μέρα, γιὰ τὸν μπάρμπα Γιαννακὸ ἤτανε ἀκόμα παραπάνου. Μ᾿ ὅλο τὸ πλῆθος τοὺς ψαλτάδες, τὰ πιὸ θλιβερὰ τὰ τροπάρια τἄψελνε ὁ μπάρμπα Γιαννακός. Εἶχε γλυκιὰ φωνή, ἤτανε σπινόφωνος, ὅπως λέγανε οἱ ψαλτάδες, κι ἔψελνε μ᾿ ἕνα πάθος καὶ μ᾿ ἕναν τέτοιον ἐνθουσιασμό, ποὺ τὸν συγκλόνιζε ἀπὸ τὰ ριζοκάρδια του.
Μία χρονιά, ἔτυχε νὰ γυρίσει στ᾿ Ἀϊβαλὶ κεῖνες τὶς μέρες ἕνας ὁπλαρχηγὸς Ἀϊβαλιώτης ποὺ πολέμαγε στὴ Μακεδονία καὶ ποὺ τὸν λέγανε καπετὰν Παλαμίδα, πρωτοπαλίκαρο τοῦ καπετὰν Πουλάκη. Ἤτανε ντυμένος μὲ μαῦρον ντουλαμᾶ, ἕνας ἄνθρωπος θεόρατος, μὲ μαύρη γενειάδα, σὰν κόρακας, γιατὶ ἤτανε καλόγερας. Εἶχε φωνὴ βροντερὴ σὰ λιοντάρι, κι εἶπε τὸν Ἀπόστολο ποὺ κουνιόντανε τὰ στασίδια, «ἐγένετο πάσῃ ψυχῇ φόβος». Τὰ λόγια τὰ ῾βγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του ἴδια βόλια, σὰ νὰ βάραγε μὲ μία βαριὰ ἀπάνου στ᾿ ἀμόνι: «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀνάγνωσμα. Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαι τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας· ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ». Μαχαίρα! Θάρριες πὼς ἔβλεπες μπροστά σου τὴν ἀκονισμένη μαχαίρα ποὺ ἔκοψε τὸ κεφάλι τ᾿ Ἅγιου Γιώργη.
Σάλπιγγα ἀρχαγγελικὴ ἤτανε ἡ φωνὴ τοῦ καπετὰν Παλαμίδα πό ῾τρεμε ὁ κόσμος. Μὰ τοῦ μπάρμπα Γιαννακοῦ ἡ φωνὴ ἤτανε γλυκιά, πανηγυρικὴ καὶ κελαϊδιστή. Καὶ τὴν πιὸ μεγάλη τέχνη του τὴν ἔβαζε ὁ καημένος σὰν ἔλεγε τὸ τροπάρι τ᾿ Ἅγιου Γιώργη, ποὺ τό ῾χε συνθεμένο ἕνας παπὰς γέρος κι ἁγιασμένος, Κατσαρέλης λεγόμενος:
«Πλυθὺς Κυδωνιέων, ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ἡμῶν τὸν πολιοῦχον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, τῆς πίστεως πρόμαχον θερμόν, Γεώργιον ὁπλίτην τὸν στερρόν. Ἐπλάκη γὰρ γενναίως τῷ δυσμενεῖ, καὶ τούτῳ κατηκόντισεν. Ὅθεν ἐν οὐρανοῖς στεφηφορῶν, μάρτυσι συναγάλλεται εἰς ἡμῖν ἐξευμενίζεται τὸν μόνον φιλάνθρωπον».
Στὰ 1922, σὰ γίνηκε ὁ καταραμένος ὁ διωχμός, πέρασε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη κι ὁ μπάρμπα Γιαννακός. Ἴσαμε ποὺ πέθανε δὲν ἀλλάξανε μηδὲ τὰ σαλβάρια του, μηδὲ τὸ φέσι του, μηδὲ τὰ τσουράπια του. Μὰ τὸ πιὸ παράξενο εἶναι ποῦ πῆγε καὶ τὰ κονόμησε κεῖνα τὰ παπούτσια, τὶς πάπιες, ποὺ σκανταλίζανε τοὺς παλιοελλαδίτες;
Πέθανε στὴν Ἀθήνα στὰ 1923. Τὸν σκότωσε ἕνα αὐτοκίνητο.
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος».

Φώτης Κόντογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου