Σάββατο 9 Μαρτίου 2024



Τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς
Ἐγὼ ἤξευρα τὸν τόπον καὶ ἔφυγα ἀπὸ ἄλλο μέρος, καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν Μικρὴν Καστάνιτσα διὰ νὰ εὕρω τὸν Βασίλη μὲ τὸν ὁποῖον εἶχα συμφωνήσει νὰ φύγουμε. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐτραβήξαμεν εἰς τὰ χωριὰ τοῦ Πασαβᾶ, εἰς ἑνὸς ἀδελφοποιτοῦ μου τὸ σπίτι. Ἐκεῖ μᾶς ἐβάσταξε 2 ἡμέρας. Τὸν ἐστείλαμε καὶ ἐπῆγε νὰ εὕρει τοῦ Τζανετάκη τὴν μάνα, ἡ ὁποία ἦτον θυγατέρα τοῦ Παναγιώταρου. Τῆς εἴπαμεν, νὰ ὑπάγει ἡ ἴδια νὰ εὕρει καΐκια εἰς τὸ Μαραθονήσι διὰ νὰ βαρκαρισθοῦμε διὰ Τζηρίγο. Εἰς τρεῖς ἡμέρας ἐπήγαμεν μαζὶ μὲ τὴν Μαρία, μάνα τοῦ Τζανετάκη, καὶ ἐβαρκαριστήκαμε ἀνάμεσα Μαυροβούνι καὶ Μαραθονήσι. Μόλις ἐκάμαμε πανιά, καὶ ἐφύσηξε ἕνας βοριάς, ὁποὺ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ προχωρήσομε· ἦτον ξημερώνοντας τῶν Βαΐων. Ἐπιάσαμε εἰς τὴν Ξυλήν, ἐκάμαμε πάλι πανιά, καὶ μᾶς ἐμπόδισε ὁ ἐνάντιος ἄνεμος, καὶ ἀράξαμεν εἰς τὸ Ἐλαφονήσι. Ἐπήγαμε, τέλος πάντων, εἰς τὸ Τζηρίγο μὲ μιὰ μεγάλη φουρτούνα καὶ ἀράξαμε εἰς ἕνα χωριό, Ποταμὸ λεγόμενον. Ἐκεῖ εὑρήκαμεν ἕναν ἀπὸ τοὺς Γιατρακαίους, καὶ μᾶς εἶπε ὅτι δὲν κάμνει νὰ φανερωθῆτε μέσα εἰς τὴν χώραν ὡς Κολοκοτρώνης. Ἐπήγαμεν εἰς τὸν διοικητὴν τοῦ Τζηρίγου, Ἀρβανιτάκην λεγόμενον. Ἕνα παιδὶ μᾶς ἐγνώρισε ἀπὸ τὸν Πύργο, καὶ ἐκαθήσαμε ἐκεῖ· τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἐφθάσαμεν. Ὁ Πρύτανης μᾶς ἐμάλωσε, διατὶ εἴμεθα ἀρματωμένοι. Ἐπῆγα εἰς τὸν κομαντάτε τὸν Ρῶσο, τοῦ ἐδιηγήθηκα μὲ τὴν ἀλήθεια ποῖοι εἴμεθα, πὼς ἐκαταντήσαμεν, καὶ ἔτζι διέταξε νὰ μᾶς περιποιηθοῦν καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπ᾿ ὅλα.
Μιὰ φορὰ ἐπῆγα εἰς τὸ πανηγύρι τῆς Ἁγίας Μονῆς. Αὐτὸ τὸ μοναστήρι ἦτον μεγάλο καὶ ἐχαλάσθη εἰς τὴν πρώτην Τουρκιά. Ὅταν ἀπέρασα, ἦτον μία μάνδρα χαλασμένη καὶ σκεπασμένη ἐκκλησιὰ μὲ κλάδους δένδρων. Τότε ἔταξα ὅτι: «Παναγία μου, βοήθησέ μας νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὸν Τύραννο καὶ θὰ σὲ φκιάσω καθὼς ἤσουν πρῶτα» (1803). Μὲ ἐβοήθησε, καὶ εἰς τὸν δεύτερον χρόνον τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἐπλήρωσα τὸ τάμα μου καὶ τὴν ἔφκιασα. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ὁποὺ ἐκάμναμε μᾶς βοήθησε πολὺ εἰς τὴν ἐπανάσταση, διότι ἠξεύραμεν τὰ κατατόπια, τοὺς δρόμους, τὰς θέσεις, τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνηθίσαμεν νὰ καταφρονοῦμεν τοὺς Τούρκους, νὰ ὑποφέρομεν τὴν πείναν, τὴν δίψαν, τὴν κακοπάθειαν, τὴν λέρα, καὶ καθεξῆς.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου